Η Νάντια Βαλαβάνη παρουσίασε στις 15.3.2015 στη Στοά του Βιβλίου τη συλλογική έκδοση τριών δοκιμίων των Γιάννη Μηλιού, Τάσου Παππά και Στάμου Παπαστάμου-Γεράσιμου Προδρομίτη με τίτλο ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
Το
παρόν βιβλίο με τα τρία δοκίμια του είναι το πρώτο στο θέμα του. Κινείται στο
πλαίσιο
ενός πρώτου κύματος αρθρογραφίας και συνεντεύξεων σε εξέλιξη, κυρίως
ανθρώπων που έζησαν «από τα μέσα» μέρος των γεγονότων που οδήγησαν στην
πρώτη στην ιστορία της Ελλάδας κυβέρνηση
ενός κόμματος - πάλαι ποτέ, βέβαια, σήμερα - της ριζοσπαστικής αριστεράς σε
συνεργασία με ένα μικρό αντιμνημονιακό κόμμα συντηρητικής προέλευσης. Καθώς και
στη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας απεμπλοκής από τα μνημόνια, που όμως κατέληξε
στην αποδοχή του Γ’ Μνημόνιου και όλου του μνημονιακού καθεστώτος σε βάρος των
συμφερόντων της εργαζόμενης συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας και της
χώρας.
Η
παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου εμφανίζει τρεις κυρίως βαθμούς δυσκολίας.
-
Δυσκολία πρώτη: Καθένα από τα τρία
δοκίμια είναι γραμμένο από διαφορετική οπτική. Αυτό είναι πλούτος από τη μια
πλευρά, από την άλλη όμως αυξάνει τις δυσκολίες στην από κοινού προσέγγιση
τους.
* Το πρώτο, του
Γιάννη Μηλιού, «Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ: Η ανατροπή που δεν έγινε», διαθέτει μια
«από τα μέσα» θεώρηση: Εκείνη του Υπεύθυνου του Τμήματος Οικ. Πολ. του ΣΥΡΙΖΑ
και συμμέτοχου, από το 2000, στις διαδικασίες γέννησης του.
* Το τρίτο δοκίμιο, του
Τάσου Παπά, που δίνει τον τίτλο του και στην έκδοση, προσφέρει την οπτική ενός
κοντινού «απ’ έξω» - στο έδαφος
δημοσιογραφικών πληροφοριών, ανάλυσης και των απόψεων ευρωπαίων, κυρίως,
διανοούμενων.
Απαιτείται, δηλ., κατ’ ουσία η
ταυτόχρονη παρουσίαση τριών διαφορετικών βιβλίων.
- Δυσκολία δεύτερη: Η διαφορετική χρονική κατηγοριοποίηση του
«φαινόμενου» ΣΥΡΙΖΑ.
Ø Ο
Μηλιός χωρίζει σε 5 φάσεις την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ:
Φάση
πρώτη: Το «πνεύμα της Γένοβας», η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και
οι συνιστώσες (2001-2010). Κριτήριο, το πνεύμα της πάλης ενάντια στην
παγκοσμιοποίηση, του πρωτευόντος κινηματικού ΣΥΡΙΖΑ ως συνασπισμού πολιτικών
δυνάμεων και ανένταχτων αγωνιστών.
Δεύτερη
φάση: Η παγκόσμια οικονομική κρίση, το Μνημόνιο και η πολιτική
τομή που επέφερε - σε συνδυασμό με τις εσωκομματικές αντιθέσεις και την
αναποτελεσματική δομή του ΣΥΡΙΖΑ (2010-2012).
Τρίτη
φάση: Από την «αριστερή στροφή»
στη «βίαιη ωρίμανση» (2012-2014). Κύριο κριτήριο, κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ,
ξεκινώντας από όσα θεμελιώνουν την «αριστερή στροφή»: Σύμφωνα με το Μηλιό, το «κείμενο
συμβολής του ΣΥΝ» στην επεξεργασία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, που εγκρίθηκε
απ’ το Διαρκές Συνέδριο του ΣΥΝ το
Φεβρουάριο 2009, όπου πρωτοδιατυπώνεται η έννοια, με «νονό» τον ίδιο, της
«οικονομίας των αναγκών». Σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία «βίαιης ωρίμανσης»
του ΣΥΡΙΖΑ, με κύριο φορέα το Γιάννη Δραγασάκη μέσω συνεντεύξεων του, μια
θεωρία-προπομπό της ενσωμάτωσης μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στις πολιτικές
λιτότητας. Ο Μηλιός θεωρεί ότι συμβολή στην ακύρωση της «αριστερής στροφής»
στην πράξη είχαν επίσης άλλες ιδεολογικές απόψεις, που στο επόμενο διάστημα θα
ενισχύονταν και θα περνούσαν επίσης στα κείμενα της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ: Από τη
μια, οι θεωρήσεις μετατροπής της Ελλάδας σε «αποικία χρέους» και «εξάρτησης»
της από τις «μεγάλες δυνάμεις» της ΕΕ με κύριο φορέα το Αριστερό Ρεύμα και τον
Παναγιώτη Λαφαζάνη. Αφετέρου, η θεώρηση των μνημονίων και της λιτότητας ως
«λάθος πολιτικής», που στραγγαλίζει την «ανάπτυξη» – αφορά μάλλον το
Γιάνη Βαρουφάκη. Ως αποτέλεσμα της όλης πορείας εμφανίζονται φαινόμενα
φατριασμού και οργανωτικής αποσάθρωσης, με εμβληματική την «αυτονόμηση» του
Γραφείου του Προέδρου. Τα προγραμματικά κείμενα των Τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ και της
Επιτροπής Προγράμματος για μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υπεύθυνος της οποίας ήταν ο
Δραγασάκης, μπαίνουν σε μια διαδικασία
ατέρμονης διαβούλευσης. Χαρακτηριστική περίπτωση το κείμενο φορολογικής
πολιτικής του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής «Για ένα δίκαιο φορολογικό
σύστημα», που αφού παρουσίασαν δημόσια ο Αλέξης Τσίπρας και οι Μηλιός,
Δραγασάκης και Τρύφων Αλεξιάδης, δεν ήρθε ποτέ για έγκριση στην προαναφερθείσα
Επιτροπή.
Φάση
τέταρτη: Από τον «κυβερνητισμό» στην κυβέρνηση (Μάιος 2014 –
Ιανουάριος 2015). Με καταλύτες αυτής της περιόδου, που οδήγησε στην αυτόβουλη
απομάκρυνση του Μηλιού από την κεντρική πολιτική σκηνή: (Α) Την μάχη στην Κ.Ε.
του ΣΥΡΙΖΑ για να μην υπάρξει συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ, που άφησε κληρονομιά
ωστόσο τον «ιστορικό συμβιβασμό» με το νεοφιλελεύθερο καθεστώς διακυβέρνησης».
(Β) Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που ο Μηλιός θεωρεί ότι επιχειρούσε να
κρύψει τη στροφή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ προς ένα «πραγματισμό»
σοσιαλδημοκρατικού τύπου, δηλ. τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τις οικονομικές
ελίτ. (Γ) Την επιλογή προσώπων στις κρίσιμες υπουργικές και άλλες θέσεις της
οικονομικής πολιτικής στην επερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από τον
Βαρουφάκη - ως σύμπτωμα όμως, κι όχι ως
γενεσιουργό αίτιο του «ιστορικού συμβιβασμού».
Πέμπτη
και τελευταία φάση: Από την 25η Ιανουαρίου στην 20η
Σεπτεμβρίου 2015. Περίοδος που εκλαμβάνεται ενιαία ως πορεία προς τον «ιστορικό
συμβιβασμό» με ορόσημα τη Συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, το
Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, τη Συμφωνία της 13ης Ιουλίου
και, ως συνέπεια της, τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Ø Στο
δεύτερο δοκίμιο, των δύο καθηγητών, το βασικό εργαλείο είναι η κειμενική
ανάλυση των ομιλιών του Αλέξη Τσίπρα μέσω ειδικού λογισμικού, του iramuteq, η περιοδοποίηση ξεκινά όμως
από την επιβολή μνημονιακού καθεστώτος στη χώρα. Η μνημονιακή κυριαρχία στην
Ελλάδα διαιρείται συμβατικά σε τέσσερις
υποπεριόδους, με βασικό κριτήριο την εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις
αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η δεύτερη χρονική περίοδος
εστιάζεται στο 2012, ξεκινά με την ψήφιση του
Β΄ Μνημόνιου και είναι «η δεύτερη
αντιμνημονιακή περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την οποία αυτός συγκροτεί μια
αριθμητικά ανερχόμενη ενεργό
μειονότητα, που διεκδικεί την εξουσία».
Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει το 2013 και το 2014, όπου αναπτύσσεται ένα διάχυτο
συγκρουσιακό δυναμικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ προωθεί το μήνυμα ότι είναι εφικτή μια
«κυβέρνηση της Αριστεράς» και εγκαλείται από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως
παράγοντας πρόκλησης πολιτικής ανωμαλίας.
Η τέταρτη και τελευταία περίοδος
αναφέρεται στο εξαιρετικά «πυκνό» 2015, από το οποίο παραλείπεται
ωστόσο η οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναφορά στην καταλυτική Συμφωνία της 13ης
Ιουλίου, αλλά και στις αντιδράσεις που
την ακολούθησαν, στο λαό, το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μέσα στην κυβέρνηση και την
Κοινοβουλευτική του Ομάδα – η ίδια παραιτήθηκα από μέλος του υπουργικού
συμβούλιου το πρωί της 13ης Ιουλίου. Εδώ μεταξύ πολλών άλλων έχουμε
το «νέο αέρα» που φαίνεται να πνέει στη χώρα,
το φαινόμενο Βαρουφάκη με τις θετικές και αρνητικές αναγνώσεις του, τις
παλινωδίες στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης,
την «αριστερή μελαγχολία» και τη διαχείριση της καθημερινής μιζέριας απ’
τον περυσινό Αύγουστο.
Ø Όσο για τον Τάσο Παππά, αναλύει την όλη περίοδο θεματικά, χωρίςνα
ενδίδει στον πειρασμό της περιοδοποίησης.
-Τέλος, ο βαθμός δυσκολίας αυξάνει, επειδή
δε μπορώ ν΄ αποφύγω ό,τι απεχθάνομαι περισσότερο σε μια παρουσίαση βιβλίου, ο
παρουσιαστής να παρεμβάλλει τις απόψεις του στην ανάλυση.
Θα περιοριστώ λοιπόν
αναγκαστικά σε ελάχιστα από τα εξαιρετικά ζωτικά κι ενδιαφέροντα ζητήματα, που
αναδεικνύονται μέσα απ’ τα τρία δοκίμια.
Από
το δοκίμιο του Μηλιού, το μόνο από τα τρία που εξετάζει αυτή την περίοδο,
προκύπτει ένα έμμεσο αλλά ξεκάθαρο όχι. Σήμερα έχει σχεδόν ξεχαστεί ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε το 2004 ως ενωτική συνεύρεση, με συγκρούσεις μέχρι και εσχάτων,
πρακτικά όλων των ιστορικών ρευμάτων της αριστεράς, μέχρι τότε σε αντίπαλα
μετερίζια. Γεννήθηκε επώδυνα αλλά και με μεγάλες ελπίδες, μέσα απ’ το «Χώρο
διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς», που έκανε γνωστή την ύπαρξη του το
2001, με τη σύλληψη του όμως στον απόηχο του μεγάλου κινήματος ενάντια στο
ΝΑΤΟϊκό πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία το 1999: Με συμμετοχή στις αρχικές συναντήσεις
και του Λέοντα Αυδή – μέχρι να τον αποσύρει το ΚΚΕ. Έχει επίσης ξεχαστεί ότι τη
μεγαλύτερη κοινοβουλευτική του δύναμη πριν την έκρηξη κατά τις διπλές εκλογές
του 2012, το 5%, την απέκτησε στις εκλογές του 2007, όταν ο ΣΥΝ υπό τον Αλέκο
Αλαβάνο αποδέχτηκε οριστικά την πραγματικότητα ύπαρξης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό
ενέπνευσε και απελευθέρωσε ένα νέο φαινόμενο, δυνάμεις ανένταχτων αριστερών,
στο περιθώριο επί δεκαετίες, που σε πολλές πόλεις (π.χ. Ηράκλειο) πήραν στα χέρια τους την τότε εκλογική μάχη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε λοιπόν
ποτέ κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς, όπως παρουσιάζεται σήμερα
στη βιβλιογραφία, αλλά συνασπισμός
δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, κάτι διαφορετικό, που από την
προμνημονιακή περίοδο της κρίσης στήριξε αποφασιστικά – μέσα κι έξω απ’ τη Βουλή – την πάλη για πραγματικά προβλήματα
των εργαζομένων και της νεολαίας. Αυτό του προσέδωσε μια πρωτόγνωρη δυναμική
ήδη προμνημονιακά - θυμηθείτε το πρωτοφανές δημοσκοπικό άλμα στο 18%, που
καταγράφεται το Φλεβάρη του 2008. Ο κόσμος που διαμαρτυρόταν για μια
«βαβυλωνιακή σύγχιση των λέξεων» (Μπρεχτ) στην εκφορά του πολιτικού του λόγου,
δε συνειδητοποιούσε ότι τα αρχικά λεγόμενα «15 σημεία» και, πολύ περισσότερο,
το ξεχασμένο πρώτο πρόγραμμα του, που έθεσε για πρώτη φορά προγραμματικά το
2008 το θέμα της κυβέρνησης της αριστεράς, ήταν προωθημένα προγραμματικά
κείμενα, που υπερέβαιναν κατά πολύ τον «κοινό τόπο» των συνιστωσών του,
απαντώντας με ριζοσπαστικό τρόπο ως μεταβατικό πρόγραμμα σε εγνωσμένες
κοινωνικές ανάγκες και προβλήματα.
Ερώτημα δεύτερο: Τι
πρέπει να κάνει ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μια χώρα υπό ένα
τερατώδες μνημονιακό καθεστώς; Ή, όπως
το θέτει ο Παππάς, «είναι δυνατόν να υπάρξει ριζική αλλαγή του κοινωνικού
υποδείγματος μέσω των εκλογών σε μια συγκυρία σύνθετη και δυσμενή για την
αριστερά;».
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι
τρεις είναι συμβατικά οι δρόμοι μπροστά
σ’ αυτό το δίλλημα: Ο ρεφορμιστικός
λεγκαλισμός, που οδηγεί στην ενσωμάτωση. Η κυριαρχία του βολονταρισμού, με αποτέλεσμα συντριπτικές ήττες για την υπόθεση
της Αριστεράς συνολικά. Και η αναμονή, με περιορισμό στην αντίσταση, μέχρι να
υπάρξει ένα – αλά Μπαντιού – συμβάν, πράγμα που ωστόσο, σε συνθήκες κοινωνικού
πολέμου οδηγεί σε μια «αβλαβή αριστερά». Ο συγγραφέας προκρίνει για τη δική μας
ριζοσπαστική Αριστερά έναν άλλο δρόμο, που θα συνενώνει τη συναίνεση της
κοινωνίας που θα προκύψει και από τις κάλπες με την ισχυρή παρουσία κινημάτων
διεκδίκησης με ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής, ως
απαραίτητες προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει μια στρατηγική ρήξης με τις κατεστημένες
δομές.
Ποια είναι όμως η τροπή που
πήραν, με μαθηματική ακρίβεια μετά τη Συμφωνία της 13ης Ιουλίου, τα
πράγματα; Η μνημονιακά εξαλλαγμένη, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015,
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πορεύεται στο δρόμο της ενσωμάτωσης. Η πολιτική αποδοχή
του μνημονιακού καθεστώτος, με παρουσίαση του Γ’ Μνημόνιου ως μέσου απεμπλοκής,
έχει έντονα βολονταριστικά στοιχεία και οδήγησε σε συντριπτική ήττα την υπόθεση
της Αριστεράς. Η επικοινωνιακή αφήγηση, με τα παλαιόθεν γνωστά «ισοδύναμα» και
την αποδυνάμωση των καταστροφικών συνεπειών των μνημόνιων μέσω ενός παράδοξου
«παράλληλου» προγράμματος, που χρειάζεται επίσης έγκριση των δανειστών - έως
ότου υπάρξει μια «ελάφρυνση του χρέους», που θα το κάνει όχι πλέον βιώσιμο,
αλλά εξυπηρετήσιμο - σύμφωνα με το νέο όρο στο
καταστατικό του ΔΝΤ, που εφευρέθηκε φέτος ειδικά για την Ελλάδα -, κινείται στο
δρόμο της ακινητοποίησης της κοινωνίας σε συνθήκες κοινωνικής καταστροφής
αναμένοντας το «συμβάν». Τι γίνεται, λοιπόν, όταν το απόφθεγμα του Βενσάν, που
αναφέρει ο Τάσος Παππάς, «προτιμώ μια Αριστερά να κάνει αυτό που μπορεί, παρά
μια Δεξιά να κάνει αυτό που θέλει», μετατρέπεται σε «αυτό που η Αριστερά
μπορεί, είναι αυτό που η Δεξιά θέλει», δηλ. εξυπηρέτηση των πολιτικών
λιτότητας; Δεν έχει σημασία ποιος, τι είσαι ή ήσουν: Η πολιτική που εξυπηρετείς
είναι αυτή που σε διαμορφώνει. Άρα δεν έχουμε να κάνουμε καν με «αβλαβή
αριστερά», αλλά με εξαλλαγή ιδιαίτερα βλαβερή για τα συμφέροντα του λαού και
του τόπου.
Η θεωρία της αριστερής παρένθεσης,
στην οποία αναφέρεται το δοκίμιο, είναι
ήδη πολιτική πραγματικότητα:
Χάρη στην απόσπαση ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς από τη συνοδή
πολιτική, η παρένθεση δεν αφορά πλέον το κόμμα στην κυβέρνηση, αλλά την
ανεπανόρθωτη θυσία μιας αριστερής πολιτικής με βασικότερο κριτήριο, την εποχή
των μνημονίων, την ανάγκη απεμπλοκής.
Εδώ
συμπλέκονται βεβαίως ζωτικά θέματα, όπως:
Το
μνημονιακό καθεστώς και το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. - Από το Πρόγραμμα της Αθηναίδας, που διευκόλυνε
την εκτίναξη του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μια εκπληκτική
αναμέτρηση με τις μνημονιακές πολιτικές της τότε συγκυβέρνησης κυρίως μέσα και
δευτερευόντως έξω απ’ τη Βουλή το
διάστημα 2012-2014, στο Πρόγραμμα της
Θεσσαλονίκης, που εξασφάλισε την ιστορική ανάδειξη του σε κυβέρνηση.
Μπορούσε το πρόγραμμα της
Θεσσαλονίκης, που όντως με ιστορικά συγκριτικά κριτήρια
ήταν ένα εξαιρετικά περιορισμένης γκάμας νεοκεϋνσιανό πρόγραμμα, να εφαρμοστεί σε καθεστώς Ευρωζώνης;
(Ένα κρίσιμο ερώτημα, που θέτει ο Τάσος Παππάς. – Σχετίζεται με τη γνωστή
εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που δημιουργεί τέτοιες συνθήκες ώστε το
παλιό δίλλημα του εργατικού κινήματος «επανάσταση ή μεταρρύθμιση» να
μετατρέπεται σε κάτι σαν «για να εφαρμοστεί κι η πιο περιορισμένη μεταρρύθμιση,
απαιτείται επανάσταση» - δηλ. ανατροπή.)
Ποια
ήταν η θέση της Συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη στην όλη εξέλιξη;
Και
συνολικότερα: Τι ήταν η «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Εξαρχής,
«συνέχισης» του κράτους; Ή συνέχισης με εν δυνάμει και τη ρήξη;
Στην όλη εξέλιξη εμπλέκεται, επίσης, με κρίσιμο τρόπο
ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία. Για αρκετούς ανθρώπους, αλλά με
κατεξοχήν μοιραίο πρόσωπο τόσο για το καλό όσο και για το κακό, τον χαρισματικό
Αλέξη Τσίπρα. Η ιστορική έρευνα θα ασχολείται για χρόνια με το ρόλο του στην
όλη εξέλιξη της διαπραγμάτευσης μέχρι και την υπογραφή της Συμφωνίας για το Γ’
Μνημόνιο, μόλις μια βδομάδα μετά το συγκλονιστικό αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος:
Τη μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια ιστορία εκλογικής μάχης με κλειστές
τράπεζες. Και βέβαια με το ρόλο του, ώστε να εξασφαλιστεί, μέσω των εκλογών
εκκαθάρισης του Σεπτεμβρίου 2015, η
δεύτερη, η μνημονιακή
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η υλοποίηση του Μνημόνιου μέσα από μια καταθλιπτικά
μνημονιακή Βουλή με εφεδρείες μεγάλου μνημονιακού βάθους.
Έχει
ενδιαφέρον, απ’ αυτή την άποψη, το
τελικό συμπέρασμα των δύο καθηγητών στο δοκίμιο που ασχολείται με την ανάλυση
των ομιλιών του: «Κραυγαλέα μη
συνεκτικότητα έργων και λόγων μεταξύ της ομιλίας της Θεσσαλονίκης
και της εξέλιξης των κομματικών και κυβερνητικών πεπραγμένων μέχρι το Δεκέμβριο
του 2015», χωρίς παρ’ όλα αυτά να
μειώνεται – τουλάχιστον μέχρι τότε - η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό σώμα. Οι δυο
συγγραφείς αποδίδουν αυτό το δυσερμήνευτο φαινόμενο, με τα δικά τους
λόγια, στην «εμμονή του Τσίπρα να δηλώνει σε όλους τους
τόνους και με όλους τους τρόπους ότι δεν πρόκειται να απογοητεύσει τον ελληνικό
λαό και θα τηρήσει τις υποσχέσεις του, βγάζοντας σύντομα την Ελλάδα από το
Μνημόνιο». Και συμπεραίνουν ότι πιθανόν να έχουμε να κάνουμε με μια νέα στρατηγική επιρροής, σύμφωνα
με την οποία «αρκεί κάποιος να δηλώνει ότι είναι συνεκτικός στη συμπεριφορά του
για να ενεργοποιήσει την κοινωνική
αναπαράσταση με τις γνωστές πλέον θετικές επιπτώσεις (ως προς την επιρροή
μέσα στο λαό)».
Οι
απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω και σε πολλά ακόμη ερωτήματα είναι σίγουρα
κρίσιμες. Όχι ως προς την ιστορική αποτίμηση, που θ’ αργήσει ακόμα πολύ: Τα γεγονότα είναι πολύ
κοντινά μας για να έχουν δημοσιοποιηθεί διάφορες γραπτές «πηγές», και βέβαια
για να κυριαρχήσει η αναγκαία νηφαλιότητα - πονούν ακόμα πολύ. Περισσότερο
έχουν σημασία ως τροφή για σκέψη και πράξη για το τι να κάνουμε σ’ ένα αύριο που είναι ήδη σήμερα είναι υπό
διαμόρφωση. Πρόκειται επίσης για
ερωτήματα που δύσκολα απαντιούνται στο χώρο και χρόνο παρουσίασης ενός βιβλίου,
έστω και με το χαρακτήρα του παρόντος.
Θα περιοριστώ λοιπόν να διατυπώσω σύντομα αυτό που
πιστεύω: Κανένας απ’ όσους συμμετείχαμε
στις δυο μεγάλες εκλογικές μάχες του ΣΥΡΙΖΑ, του Γενάρη και για το ΟΧΙ στο
δημοψήφισμα, στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα, στην κυβέρνηση και στο ίδιο το
κόμμα, και μετά τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου διαφοροποιηθήκαμε
δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο καταλήγοντας στην αποχώρηση μας, δε μπήκαμε σε
αυτή τη μάχη θεωρώντας ότι το αποτέλεσμα είχε ήδη κριθεί στη μια ή την άλλη
κατεύθυνση. Μπήκαμε για να τα δώσουμε όλα προκειμένου να κριθεί στην αντίθετη,
απ’ αυτή που κρίθηκε, κατεύθυνση. Και
για μια ολιγόμηνη περίοδο, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει αλλάξει οτιδήποτε
με ριζικό τρόπο, η μεγάλη πλειοψηφία της εργαζόμενης κοινωνίας ανάπνευσε και
γεύτηκε ένα εκπληκτικό όνειρο και άνεμο αλλαγής, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα:
Το πιο κοντινό στο να αισθανθούν, ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, ότι είναι δυνατό
να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους. Πρόκειται για μια μοναδική κοινωνικοπολιτική
εμπειρία και γνώση, που επιβιώνει σε όποιους τη μοιράστηκαν, ανοιχτή ως προς
την επεξεργασία και τις ενδεχόμενες συνέπειες της: Η εμφανέστερη είναι αυτή της
απογοήτευσης απέναντι στην αριστερά και την πάλη για αλλαγή σε μια έκταση
ασύλληπτη για την ελληνική κοινωνία. Υπάρχει όμως και η λανθάνουσα εκδοχή:
Καμιά κατοπινότερη εξέλιξη δε μπορεί να διαγράψει εξολοκλήρου μια αίσθηση που
γεύτηκαν εκατομμύρια. Κι αυτό είναι η σημαντικότερη αγωνιστική παρακαταθήκη για
το μέλλον.
Εδώ
δε συζητώ, επίσης, για το αν ο καθένας μας θα δρούσε διαφορετικά αν ήξερε εκ
των προτέρων το αποτέλεσμα, αυτό το θεωρώ δεδομένο. Η ιστορία όμως, δεν
επιτρέπει εκ των υστέρων στους ανθρώπους να επιδράσουν αλλιώς με τις πράξεις
τους σε ό,τι έχει ήδη περάσει. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε – και είναι ζωτικό
να το κάνουμε - μόνο για ό,τι βρίσκεται μπροστά μας. Στις εκλογές «αστραπιαίας
πολιτικής εκκαθάρισης» του Σεπτέμβρη
2015 η Λαϊκή Ενότητα, στην οποία αναφέρονται σύντομα το πρώτο και το τρίτο
δοκίμιο, υποστηρίχτηκε από ανθρώπους πολύ διαφορετικής πολιτικοϊδεολογικής
προέλευσης και ταυτότητας, κι ηττήθηκε για ελάχιστες χιλιάδες ψήφους. Αυτό είχε
σοβαρές συνέπειες για τη Βουλή που προέκυψε και για την κοινωνική πάλη. Το
κύριο ωστόσο είναι ότι, ακόμα κι αν δεν το έκανε πάντα με τον καλύτερο τρόπο, υπερασπίστηκε τη χαμένη τιμή της Αριστεράς:
Δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να μπορεί να προκύψει η ευρύτερη μετωπική
συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που απαιτείται για ν’ ανασυρθούν, μαζί με τους πρόσφυγες, μέσα
απ’ τα βαλτονέρια του ενισχυμένου μνημονιακού
καθεστώτος, εργαζόμενοι και χώρα. Και βέβαια, δε μπορεί κανείς να χαμογελά
εύκολα με τις αστειότητες που επαναλαμβάνονται: Για όσους πήδηξαν στις βάρκες
εγκαταλείποντας τους συντρόφους τους, όταν το καράβι άρχισε να μπάζει νερά. ΄Η
για αυτούς που έφυγαν, λες κι ήταν ο
ΣΥΡΙΖΑ ιησουίτικο σεμινάριο, για να διατηρήσουν την «ιδεολογική καθαρότητα» τους! Πρέπει να είναι κανείς τυφλός, για να
μη βλέπει ότι ο διαχωρισμός από το σώμα του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις συνθήκες
υπαγορεύεται απ’ τους πιο κοινούς,
πεζούς αλλά και κρίσιμους λόγους πρακτικής πολιτικής: Για να μπορεί η
ριζοσπαστική αριστερά να επιβιώσει στο μέλλον όχι μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας,
γυρνώντας το ρολόι πίσω στην προηγούμενη δεκαετία, αλλά αποκτώντας ξανά πλειοψηφική
δυναμική με οποιαδήποτε μορφή. Για να μπορέσει να υπάρξει ένα μέτωπο ικανό ν’ αναχαιτίσει τη μνημονιακή λαίλαπα εμπνέοντας
ξανά απ’ την αρχή σε πολλούς ανθρώπους,
εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και στην αξία του αγώνα.
Τέταρτο
και τελευταίο ερώτημα, αυτό που θέτει
κλείνοντας ο Παππάς: «Μπορεί αυτή η Ευρώπη ν’
αλλάξει χωρίς σύγκρουση με τις αιτίες που τη γέννησαν και χωρίς ρήξη με
τις δυνάμεις που την ελέγχουν;» Προσωπικά θα έθετα το ερώτημα σε πιο ανοικτή
μορφή: Μπορεί ν’ αλλάξει; Ελπίζω η απάντηση που θα δώσει ο
καθένας μας να έχει να κάνει λιγότερο
με τις ιδεολογικές μας αγκυλώσεις και περισσότερο με τα κριτήρια που
διαμορφώνει η αδυσώπητη πρακτική πολιτική εμπειρία κατά την εξαετία των
μνημονίων. Οι τελευταίες φράσεις του δοκίμιου του
Παππά, αποτελούν ταιριαστό κλείσιμο συνολικότερα για την έκδοση: «Η
ιστορική εμπειρία δείχνει ότι λουφάζοντας ή επιλέγοντας τον δρόμο των
ετεροβαρών συμβιβασμών, επειδή ο αντίπαλος μοιάζει ανίκητος, το μόνο που
μπορείς να εξασφαλίσεις είναι ένα αναξιοπρεπές παρόν που θα σε οδηγήσει σ' ένα
ανάπηρο μέλλον. Με τα λόγια του Μαξ Βέμπερ: “Δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε το
εφικτό αν δεν επιδιώκαμε πάντοτε το ανέφικτο”».
No comments:
Post a Comment
Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση
Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.
Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.