Στο μνημείο του Ήρωα
Δημήτριου Ίτσιου στην Κεντρική Πλατεία των Άνω Ποροΐων, εκφωνήθηκε ο
Πανηγυρικός της ημέρας από την κα. Όλγα Φυταγκουρίδου, δασκάλα του Δημοτικού
Σχολείου Ροδόπολης και Δημοτική Σύμβουλο του Δήμου Σιντικής, προς τιμήν του
Ήρωα Δημήτριου Ίτσιου και της ηρωικής θυσίας του, Κυριακή 14 Απριλίου 2019.
Ομιλία Ο. Φυταγκουρίδου στην εκδήλωση προς τιμήν του
Ήρωα Δημήτριου Ίτσιου & της ηρωικής θυσίας του https://youtu.be/zA3UBObLmGk
:
Άνω Πορόια 14 Απριλίου 2019
«Είναι πάντα δύσκολο να
δώσει κανείς με λόγια εκείνο που νιώθει στην καρδιά του κι είναι χίλιες φορές
πιο δύσκολο όταν αυτό που νιώθει είναι τόσο μεγάλο και τόσο δυνατό, που
τα λόγια δεν το χωρούν. Είμαστε εδώ, στην πλατεία της χάλκινης σιωπής και μια
ανατριχίλα δονεί τις καρδιές μας. Και πάει η σκέψη 78 χρόνια πίσω σε μια όμορφη
μέρα του Απρίλη. Εκεί, μια άνοιξη που έβγαζε η γης χορτάρι, κάποιοι επέλεξαν να
πολεμήσουν. Για δες καιρό που διάλεξε…
Απρίλιος 1941. Εβδομήντα
οχτώ χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από κείνη τη μέρα που γράφτηκε μια από
τις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Κι εμείς προσπαθούμε κάθε χρόνο
αυτή τη μέρα, με τα φτωχά και χιλιοειπωμένα λόγια μας να μιλήσουμε, να
θυμηθούμε, να νιώσουμε. Να αραδιάσουμε ονόματα, χρονολογίες. Να αναφέρουμε
βουνά και τόπους ή να ζητήσουμε τη βοήθεια των αριθμών. Ν’ αποτίσουμε φόρο
τιμής, ν’ αναλύσουμε αιτίες, καταστάσεις, δεδομένα. Τόσοι εμείς, τόσοι οι
εχθροί, τόσα τα δικά μας τουφέκια, τόσα τα δικά τους, τα τανκς, τα κανόνια, τα
βομβαρδιστικά. Μα οι μεγαλειώδεις εκείνες στιγμές δεν είναι μονάχα αριθμοί.
Ίσα- ίσα. Αν κάτι εξευτελίστηκε, καταφρονέθηκε και περιγελάστηκε πιο πολύ είναι
οι αριθμοί και η λογική τους. Δεν ήταν οι αριθμοί που ξεσήκωσαν το λαό μας, που
σύντριψαν τη φωτιά και το ατσάλι. Κάτι άλλο ήταν. Ήταν αυτό που λέμε ψυχή.
Ας μεταφερθούμε λοιπόν
νοερά σ’ εκείνες τις ώρες που στην Ευρώπη απλωνόταν η καταχνιά. Εκείνες τις
μέρες που ολόκληρη η Ευρώπη
κείτονταν στον τάφο. Ήταν εδώ που οι αριθμοί τσαλαπατήθηκαν για πρώτη φορά.
Έθνη πανένδοξα με πλούτη κι εκατομμύρια μαχητές συντρίφτηκαν μέσα σε λίγες
μέρες υποτασσόμενοι στο ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ και των συμμάχων του.
Από τον Ατλαντικό μέχρι
τη γαλανή Μεσόγειο, αίμα φρίκη και θάνατος.
Τα πανίσχυρα
σιδερόφρακτα κτήνη που είχαν κάνει σημαία τους το φόνο, είχαν ρίξει λάσπη και
ντροπή στο πρόσωπο του 20ου αιώνα. Στο πρόσωπο του πολιτισμού.
Εκείνες τις ίδιες ώρες
λες και μέσα στο μεθύσι του φόνου την είχαν ξεχάσει, απόμεινε μια άκρια γης που
δεν είχε ακόμη προσκυνήσει. Μια άκρη ασήμαντης και φτωχικής γης που την
κατοικούσαν μια χούφτα άνθρωποι, δεν είχε σκύψει ακόμη το κεφάλι.
Τα σύννεφα του πολέμου
όμως είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους πάνω από τον καταγάλανο ελληνικό
ουρανό και τον Οκτώβρη του 1940 η Ιταλία επιτίθεται στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα, αντιστέκεται και καταφέρει θανάσιμο χτύπημα στους
συμμάχους των Γερμανών. Δυστυχώς όμως μετά την ντροπιαστική ήττα του Μουσολίνι,
ο αγαστός σύμμαχος αναλαμβάνει να υποτάξει τη μικρή Ελλάδα.
6 Απριλίου 1941. Οι
Γερμανοί εισβάλλουν. Ο τελειότερος στρατός εκείνης της εποχής ξεκινά την
επίθεση από τα βόρεια σύνορά μας. Η Ευρώπη κρατούσε την αναπνοή της. Πώς θα
μπορούσε η μικρή Ελλάδα να κρατήσει τις πολυπληθείς μεραρχίες, εξοπλισμένες με
την τελευταία λέξη της πολεμικής τέχνης; Δε γνώριζαν όμως φαίνεται ότι η
ύλη είναι ανίσχυρη μπροστά στο πνεύμα. Ότι η μεγαλοσύνη στα Έθνη δεν μετριέται
με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το πύρωμα και με το αίμα.
Τις τραγικές εκείνες
ώρες, ο Έλληνας καλείται για μια ακόμη φορά να υπερασπιστεί με κάθε τίμημα τα
ιδανικά της φυλής του. Καλείται να αποδείξει πως είναι άξιος συνεχιστής όλων
εκείνων που πριν απ’ αυτόν απέδειξαν το μεγαλείο της αθάνατης ελληνικής ψυχής.
Η Ελλάδα με τη σθεναρή, μα και συγκινητική αντίσταση που πρόταξε απέναντι στον
εχθρό, ξάφνιασε τη μουδιασμένη ανθρωπότητα που παρακολουθούσε ανήμπορη ν’
αντιδράσει την επέλαση του ιταλογερμανικού άξονα, την επέλαση του απόλυτου
τρόμου. Ανέλαβε, η μικρή Ελλάδα να δείξει το δρόμο της τιμής.
Και οι Γερμανοί
επιτίθενται από το Βορρά. Από τα δικά μας σύνορα. Κι εδώ γράφεται με αίμα,
αδάμαστων παλικαριών η ιστορία του τόπου μας. Τα γερμανικά πυροβόλα και
πολυβόλα, με τη βοήθεια των γερμανικών αεροπλάνων, σκορπούν το θάνατο στην
Όμορφη πλαγιά. Οι Έλληνες, υπερασπίζονται τις θέσεις τους με νύχια και με
δόντια. Αμύνονται μέχρις εσχάτων, χωρίς την παραμικρή ιδέα υποχώρησης…
Ο ανοιξιάτικος ήλιος
εκείνου του αλησμόνητου πρωινού δεν χρύσιζε σαν άλλοτε τις παρυφές των βουνών
μας. Τις έβαψε με πορφύρα. Φιλότιμο, λεβεντιά, μνήμες, περηφάνια, συναίσθηση
του χρέους, όπλισαν τους Έλληνες υπερασπιστές. Ο καθένας μα και όλοι μαζί,
ένοιωθαν, συνειδητοποιούσαν, πως η μεγάλη ώρα στο ρολόι της ελληνικής ιστορίας
είχε σημάνει και πάλι και τους καλούσε να δώσουν τον αγώνα υπέρ βωμών και
εστιών, πιστοί τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Εκεί πάνω σ’ αυτές τις
ασυμφιλίωτες με τη φύση απάτητες κορυφές του Μπέλλες, προβάλλει αδάμαστη η ψυχή
του έθνους. Εκεί πάνω, στης ιστορίας το αγνάντεμα, γίνεται ο θάνατος σπόρος
ζωής και λευτεριάς. Τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και του καθήκοντος
προβάλλουν και φωτίζουν ολάκερη την ανθρωπότητα. Αυτοί οι λιγοστοί και
ατρόμητοι ήρωες γράφουν τη δική τους ιστορία, μια ιστορία γραμμένη και
ποτισμένη με αίμα αθώων και αγνών ψυχών.
Με τις πρώτες ακτίνες
του ήλιου, τα ελληνικά πολυβολεία Π.3, Π4, Π.5 και Π.9, σταδιακά, σιγούν…
Ακολουθεί το Π.6 που, κυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση,
καταλαμβάνεται στη 1.00 το μεσημέρι… Πρώτοι νεκροί οι Αργυρίου Αργύριος, Χουρσουτίδης
Παναγιώτης.
Τα πολυβολεία Π.7 και Π.8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα, σ’ αυτό, όπως και στ’ άλλα, βρίσκονται Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης…
Τα πολυβολεία Π.7 και Π.8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα, σ’ αυτό, όπως και στ’ άλλα, βρίσκονται Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης…
Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς.
Αλλά, δεν τους νοιάζει: Στο Π7 πέφτει νεκρός ο Κορδένης Δημήτριος. Το
πολυβολείο Π.8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια, που οι υπερασπιστές του
είναι διατεθειμένοι να τα ξοδέψουν όλα!
Στο Π8 βρίσκεται
επικεφαλής ο έφεδρος Ανωπορογιώτης Λοχίας Ίτσιος με τον συγχωριανό μας Ιωάννη
Κοζάρτση (102 ετών σήμερα!!) και τους Παπαβασιλείου Ευάγγελο και Τάσκα Μάρκο,
αμφότεροι από την Κέλη Φλώρινας. Στην ψυχή τους, στέρεα ριζωμένο το
Ανωπορογιώτικο φιλότιμο: να κρατήσουν όσο μπορούν περισσότερο, ώστε να
συμπτυχθεί με ασφάλεια το κύριο σώμα του ελληνικού στρατού.
Σκληραίνει η γερμανική επίθεση, αλλά οι Έλληνες αμύνονται ως άλλοι Σπαρτιάτες υπερασπιζόμενοι τις δικές τους Θερμοπύλες. Κάποια στιγμή, τα πυρομαχικά τελειώνουν. Ακολουθεί παγερή σιωπή κι από τις δυο πλευρές. Ο Λοχίας με τους συντρόφους του, γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Πολέμησαν για τις οικογένειές τους, για τις εστίες τους, για την πατρίδα. Ξέρουν πως πιθανότατα δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους, δε θα ξαναπερπατήσουν στα καλντερίμια του αγαπημένου τους χωριού. Ανοίγουν με δυσκολία τη βαριά σιδερόπορτα του πολυβολείου τους και βγαίνουν στο σπαρμένο με νεκρούς ξέφωτο της Ομορφοπλαγιάς.
Σκληραίνει η γερμανική επίθεση, αλλά οι Έλληνες αμύνονται ως άλλοι Σπαρτιάτες υπερασπιζόμενοι τις δικές τους Θερμοπύλες. Κάποια στιγμή, τα πυρομαχικά τελειώνουν. Ακολουθεί παγερή σιωπή κι από τις δυο πλευρές. Ο Λοχίας με τους συντρόφους του, γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Πολέμησαν για τις οικογένειές τους, για τις εστίες τους, για την πατρίδα. Ξέρουν πως πιθανότατα δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους, δε θα ξαναπερπατήσουν στα καλντερίμια του αγαπημένου τους χωριού. Ανοίγουν με δυσκολία τη βαριά σιδερόπορτα του πολυβολείου τους και βγαίνουν στο σπαρμένο με νεκρούς ξέφωτο της Ομορφοπλαγιάς.
«Οι άνδρες, όσοι δεν εφονεύθησαν, συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και μαζί μ’ αυτούς κι ο Λοχίας Ίτσιος Δημήτριος, αρχηγός του Πολυβολείου Π.8. Το πυροβολείον τούτο, δια του φοβερού, πράγματι, πυρός, επέφερεν εις τους Γερμανούς τεραστίας φθοράς. Δι’ αυτό ο επικεφαλής αυτών Αξιωματικός, ζητάει να μάθει τον Αρχηγόν», μας πληροφορεί ο Συνταγματάρχης Γιακουμής στο πολεμικό του ημερολόγιο.
Αγέρωχος ο Λοχίας, παρουσιάζεται και αναφέρει:
«’Ιτσιος Δημήτριος, Λοχίας πεζικού». Εκείνος τον συγχαίρει για τη γενναιότητά
του και του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Ατάραχος κι ευθυτενής σαν κυπαρίσσι,
ο Λοχίας, δεν λιποψυχά. Λεβέντης και αγέρωχος, ακολουθεί τον εχθρό. Δεν
περιμένει πως η οργή του Γερμανού αξιωματικού για τις τρομερές απώλειες που
υπέστη το σώμα του, θα ξεσπάσει επάνω του μ’ αυτόν τον τρόπο.
«Αυτό που βλέπεις,
λοχία», λέει ο Γερμανός σε άπταιστα ελληνικά, δείχνοντας τη σωρεία πτωμάτων των
Γερμανών στρατιωτών, «είναι έργο δικό σου». «Έπραξα το καθήκον μου», απαντά το
περήφανο παλικάρι. Κι έλεγε την αλήθεια! «Η σειρά μου τώρα να πράξω κι εγώ το
δικό μου καθήκον», απαντά ο Γερμανός και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων
και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο
του παλληκαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ…..
Κι έλεγε ψέματα! Γιατί
καθήκον του ήταν να τον αιχμαλωτίσει, όχι να τον δολοφονήσει. Όμως, δεν τόλμησε
να κοιτάξει στα μάτια τον Έλληνα λεβέντη, γιατί ήξερε καλά πως στο βλέμμα του,
θ’ αντίκριζε την περιφρόνηση και την αποστροφή για την μικρότητα της
δολοφονικής πράξης του. Ήξερε καλά πως τη στιγμή εκείνη, διέπραττε ένα έγκλημα
πολέμου, μια στυγνή κι αποτρόπαια δολοφονία, μπροστά στα απορημένα βλέμματα των
δικών του στρατιωτών και στα γεμάτα πίκρα και αγανάκτηση βλέμματα των
συμπολεμιστών του Ίτσιου.
Γιατί, ο Λοχίας τους,
δεν έπεσε. Δολοφονήθηκε….. Έφυγε από τη ζωή άδικα, μια όμορφη Απριλιάτικη ημέρα
στην καρδιά της άνοιξης… Το άλικο αγνό αίμα του ήρωα νοτίζει τα χώματα της
αγαπημένης του γης.
Έφυγε νωρίς, μόλις στα 35 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη του Άννα και δυο μικρά παιδιά, που μεγάλωσαν έχοντας άδεια τη θέση του πατέρα στη ζωή τους.
Έφυγε νωρίς, μόλις στα 35 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη του Άννα και δυο μικρά παιδιά, που μεγάλωσαν έχοντας άδεια τη θέση του πατέρα στη ζωή τους.
Έφυγε μα δεν ξεχάστηκε ποτέ. Το όνομά του, άρρηκτα συνδεδεμένο με την Ιστορία του τόπου μας, γράφτηκε με χρυσά γράμματα μέσα στις καρδιές μας. Γιατί ο Ίτσιος, είναι ο δικός μας Ήρωας. Η περηφάνια για τη λεβεντιά και την αυτοθυσία του, δεν ανήκει μόνο στους απογόνους του, αλλά σε όλους τους Ανωπορογιώτες.
Δικαιολογημένα λοιπόν
σήμερα μας διακατέχει όλους σ’ αυτήν την εσχατιά της ελληνικής γης μια
ιερή συγκίνηση. Τιμούμε μια μεγάλη επέτειο, γιορτάζουμε ένα αθάνατο έπος,
θαυμάζουμε το μεγαλούργημα της ελληνικής ψυχής. Και βαθιά μέσα μας ευγνωμονούμε
όλους εκείνους που πρόσφεραν το ιερότερο δώρο του Θεού, τη ζωή τους, για τη
δική μας λευτεριά.
Κυρίες και κύριοι,
σήμερα που τα πάντα γύρω μας παρουσιάζουν μια πρωτοφανή ρευστότητα, που τα
ιδανικά θεωρούνται παρωχημένα, που οι αξίες αμφισβητούνται και υποβαθμίζονται,
που η αγάπη για την πατρίδα καταδικάζεται ως άκρατος εθνικισμός, που η
Μακεδονία μας βάλλεται, που αμφισβητούνται αλήθειες που η ιστορία κατέγραψε με
αίμα ηρώων, η θυσία του Ίτσιου και των ηρωικών υπερασπιστών της
Ομορφοπλαγιάς δε μας γεμίζει, απλά,
περηφάνια και θαυμασμό. Μας δημιουργεί και υψηλές ευθύνες επαγρύπνησης
και καθήκον που μας υπαγορεύει να διαφυλάξουμε τις ιερές μνήμες και να
συνεχίσουμε την πορεία αιώνων του περήφανου έθνους μας.
Τούτο το χρέος, το
μεγάλο χρέος δε το ζητούν, ούτε και το χρειάζονται οι μεγάλοι μας νεκροί. Αυτοί
όταν τους ζητήθηκε έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Το οφείλουμε εμείς και
όλοι εκείνοι που θα έρθουν μετά από μας.
Αυτή είναι και η
παρακαταθήκη που μας άφησαν όλοι εκείνοι οι ήρωες που έχασαν τη ζωή τους σε
κείνη τη σκληρή και άνιση μάχη. Να μη λησμονήσουμε ποτέ πως είμαστε Έλληνες και
αν χρειαστεί να υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο τα ιερά και τα όσια της φυλής μας.
Αυτούς ίσως τους ξεχάσουμε. Δε θα ξεχάσουμε όμως ποτέ τη θυσία τους.
Και ως ελεύθερος λαός,
ως Έλληνες ας τιμήσουμε και σήμερα τους ήρωες της Ομορφοπλαγιάς κι ας τους
υποσχεθούμε πως αν η Μοίρα κάποτε αναστήσει μπροστά μας ένα παρόμοιο έπος πάλι
με τον ίδιο τρόπο θα απαντήσουμε.
Κι είμαι βέβαιη, πως
νιώθετε και σεις αυτήν την όμορφη μέρα του Απρίλη πως οι ψυχές του Δημήτρη
Ίτσιου και των άλλων ηρώων, βρίσκονται εδώ ανάμεσά μας και αναδεύουν τα φύλλα
της πλατείας της χάλκινης σιωπής. Και περιμένουν από εμάς μόνο μια υπόσχεση. Ν’
ακολουθήσουμε και μεις το δικό τους δρόμο, το δρόμο της θυσίας και της
τιμής αν μας ζητηθεί.
Τιμή και δόξα στους
αθάνατους νεκρούς.
Ζήτω το Έθνος
Ζήτω η Μακεδονία μας.»
No comments:
Post a Comment
Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση
Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.
Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.