Saturday, July 22, 2017

Μακεδονικό & Διπλωματία

Σκέψεις από τον Δημήτρη Δρογίδη
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σερραϊκό θάρρος σε δυο συνέχειες στις 19-20/7/2017
Μετά τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό στην Ελβετία που δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα, έχουμε τις διαπραγματεύσεις με το γειτονικό κράτος της FYROM, που προσπαθεί να υιοθετήσει ένα όνομα από το πουθενά. Έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα, που προσπαθεί να μας πείσει για την αναγκαιότητα ενός σύνθετου προσδιορισμού, στο όνομα μιας καλής συνεργασίας με τη διεθνή κοινότητα.
Κανείς, όμως, δεν ενδιαφέρεται, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η προσπάθεια, ούτε για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει σε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο. Η αξιοποίηση του μακεδονικού προσδιορισμού, που θέλουν να δώσουν στο γειτονικό κρατίδιο, έχει πολλούς κινδύνους που πολλοί επιμένουν να τους ξεχνούν. Η απαξίωση των ιστορικών δεδομένων που είναι υποχρεωμένη - εκ των πραγμάτων – η Ελλάδα να υπερασπιστεί, δημιουργεί πολλά ζητήματα σε διπλωματικό ιστορικό και πολιτικό επίπεδο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Το πολιτικό αφήγημα που προσπαθούν να περάσουν στην ελληνική κοινωνία και στη Διεθνή κοινότητα είναι από μόνο του διάτρητο και δεν έχει καμία πολιτική και ιστορική βάση, ούτε ακόμη και για αυτούς τους ίδιους τους κατοίκους των Σκοπίων∙ έτσι, καλό θα ήταν να εξετάσουμε λίγο τα πράγματα, γιατί πολλές φορές η ιστορική μνήμη δίνει από μόνη της τις απαντήσεις. Η δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας έδωσε την ευκαιρία στον Τίτο, να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το όνομα της Μακεδονίας, για να τον εντάξει γεωγραφικά σε ένα κομμάτι του πολυπολιτισμικού κράτους που δημιούργησε μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η γεωπολιτική αξία της περιοχής ήταν τόσο μεγάλη που δεν επέτρεπε σε πολλούς να διατηρήσουν τις ιστορικές ευαισθησίες, ούτε να εφαρμόσουν τις πολιτικές με βάση τα ιστορικά δικαιώματα. Ανάμεσα στις τις εθνότητες των Σέρβων και των Κροατών που δημιούργησαν την εικόνα της Γιουγκοσλαβίας εκείνη την εποχή υπήρχαν και κάτοικοι που δεν ήθελαν να ενταχθούν στις δύο παραπάνω κατηγορίες είχαν όμως σλαβική προέλευση και έπρεπε να δημιουργήσουν μία ταυτότητα πάνω στην οποία θα χτίσουν το μέλλον τους.

Ήταν πολύ σημαντικό για αυτούς να εφεύρουν μία ταυτότητα και να μπορέσουν να διατηρηθούν αυτόνομοι στο διεθνές σκηνικό, κάτι που έγινε και  διατήρηθηκε σε όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου, αλλά και μετέπειτα.
 Η ελληνική διπλωματία δεν αντέδρασε, ακολουθώντας μία ενδοτική πολιτική  που μας οδήγησε σε μία πραγματικότητα που διαμόρφωσαν οι γείτονές μας και που κατόρθωσαν να επιβάλλουν με τις διασυνδέσεις που είχαν στο εξωτερικό. Αν και για να είμαστε ακριβείς, αξιοποιήθηκε η διπλωματική πραγματικότητα του παρελθόντος που έχει τις ρίζες της στο 19ο αιώνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις εκείνης της εποχής δεν ήθελαν να αποδοθεί η περιοχή της Μακεδονίας στο νεοελληνικό κράτος.
Είναι μία παράμετρος του ανατολικού ζητήματος, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κανείς δεν επιθυμούσε ο στρατηγικός χώρος της περιοχής να ανήκει σε ένα μόνο κράτος και πολύ περισσότερο δεν επιθυμούσαν να εντάξουν αυτό το χώρο στα όρια νεοελληνικού κράτους. Παρά τα αδιάψευστα δικαιώματα, που αποδεικνύουν τα τεκμήρια όλης της περιοχής, η ελληνική διπλωματία δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της αποκλειστικής κυριαρχίας του μακεδονικού χώρου. Η οθωμανική κυριαρχία και η πολιτική του σουλτάνου για παρουσία πολλών και διαφορετικών εθνοτήτων σε μία περιοχή, ώστε να μην μπορεί να υπάρχει αμιγής εθνοτική παρουσία έδωσε την ευκαιρία σε γειτονικές περιοχές να διεκδικήσουν το μακεδονικό χώρο, με την ανοχή της ευρωπαϊκής πολιτικής του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα.
Όλα αυτά ανάγονται στα παιχνίδια της διεθνούς διπλωματίας και τις πρόσκαιρες συμμαχίες για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, που δεν είχαν ποτέ σχέση με τις ανάγκες και τα όνειρα των λαών της Βαλκανικής.
Η κληρονομιά του Βυζαντίου αποδείχτηκε μεγάλη και βαριά απέναντι στους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκαν να κάνουν οι Έλληνες για να αποκτήσουν πάλι κρατική οντότητα. Και ενώ αυτή η κληρονομιά χρονολογείται πολλές χιλιάδες χρόνια πριν από τη σημερινή εποχή, ήταν αδύνατο η ελληνική διπλωματία της προεπαναστατικής και μετά-επαναστατικής Ελλάδας να μπορέσει να υπερασπιστεί τα ιστορικά και εθνικά της δίκαια. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Νίκου Μέρτζου[1]:.(Μέρτζου Ν., 2012, σελ. 9)

“Το Μακεδονικό Ζήτημα είναι αμιγώς πολιτικό ζήτημα. Το δημιούργησαν και το αξιοποιούν ξένες ισχυρές Δυνάμεις με πολιτικό σκοπό να ελέγξουν τον κρίσιμο γεωπολιτικό χώρο της Μακεδονίας και τη συνείδηση των Μακεδόνων. Προκειμένου να νομιμοποιηθούν στον κρίσιμο χώρο αλλά και να επιτύχουν οριστικά αποτελέσματα, προς όφελός τους, οι ξένες Δυνάμεις αναμετρήθηκαν μεταξύ τους διαδοχικά από το 1870 μέχρι σήμερα, χρησιμοποίησαν ως έμμεσα όργανά τους μικρές χώρες και μικρούς επιχωρίους λαούς. Γι’ αυτό, το Μακεδονικό Ζήτημα επανέρχεται συνεχώς μέχρι σήμερα με διάφορες μορφές, με διάφορα μέσα αλλά με τον ίδιο πάντοτε πολιτικό στόχο: να ελεγχθεί ο γεωπολιτικός χώρος της Μακεδονίας και η ιστορική συνείδηση των Μακεδόνων. Η Μακεδονία παραμένει επί 2.500 χρόνια ένας γεωστρατηγικός χώρος εξαιρετικής σημασίας. Είναι ο συντομότερος δρόμος που ενώνει τόσο την Ευρώπη με την Ασία όσο και τον ηπειρωτικό Βορρά με τις θερμές θάλασσες του Νότου. Είναι γέφυρα-κλειδί στη μεγάλη γεωστρατηγική. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εγνατία οδός λειτουργεί αδιάπτωτα, με κάποιες επουσιώδεις παραλλαγές, επί δύο χιλιετίες”


Αξιοποιώντας την παραπάνω επισήμανση του Προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, μπορούμε να καταλάβουμε την πολιτική επιχειρηματολογία με την οποία παίζουν διάφοροι κύκλοι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Σε ό.τι αφορά το εξωτερικό μπορούμε να το καταλάβουμε πολύ καλά γιατί βασικός στόχος ήταν να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο βαλκανικής διαμάχης, για να μην υπάρξει ποτέ ενιαία βαλκανική εξωτερική πολιτική που θα δυσκόλευε τα σχέδια των διαφόρων χωρών της Ευρώπης. Άλλωστε, η βαλκανική γη εξυπηρετεί ενεργειακά, πολιτικά και οικονομικά τους ανταγωνισμούς που γίνονται στη διεθνή σκακιέρα.
Το πρόβλημα εντοπίζεται σε αυτούς που ασχολούνται με την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα και ακολουθούν μία ενδοτική πολιτική αντίληψη που δεν εξυπηρετεί καθόλου τα εθνικά συμφέροντα. Οι εθνικές παραχωρήσεις που σχετίζονται με τη χρήση του όρου Μακεδονία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μπορούν να μας οδηγήσουν σε περιπέτειες με αλυτρωτικές αξιώσεις των γειτόνων μας γιατί θα τους δώσουν την ευκαιρία να νομιμοποιήσουν τον πολιτικό μύθο που έστησε ο Τίτο το 1944
Η συμμετοχή της Ελλάδας στο βαλκανικό σκηνικό και στην Ευρωπαϊκή πραγματικότητα δεν αξιοποιήθηκε όπως θα έπρεπε και ακολούθησε μία συντηρητική πολιτική που επέτρεψε στους γείτονές μας να αξιοποιήσουν τα χαρακτηριστικά μιας αλυτρωτικής πολιτικής. Χαρακτηρίστηκε από την εφαρμογή μιας πολιτικής αφενός κατοχύρωσης συνόρων αφετέρου από την  προσπάθεια μη αναθεώρησης των συνθηκών με στόχο την άσκηση μιας κατασταλτικής και αφομειωτικής πολιτικής έναντι των γειτόνων της[2] (Φορτομάρη Ε., 2013, σελ. 17). Αυτή η τακτική ερμηνεύτηκε πολλές φορές ως αδυναμία της Ελληνικής πλευράς να εκφράσει τα εθνικά της δίκαια. Αυτή η εντύπωση δημιουργεί ένα ζήτημα στον τρόπο υπεράσπισης των ελληνικών θέσεων και τον κίνδυνο να χαθούν διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί από την ελληνική πλευρά. Παρά τις φιλικές σχέσεις που προσπάθησαν να κρατήσουν οι μεταπολεμικοί πρωθυπουργοί της Ελλάδας δεν κατόρθωσαν, με κανένα τρόπο, να αποτρέψουν μία πολιτική αλυτρωτισμού, που ξεπήδησε από τη διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος Η αναζήτηση της εθνοτικής ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης έδωσε την ευκαιρία στους γείτονες να ξεθάψουν τα επεκτατικά τους όνειρα και μάλιστα θέτοντας τον κατασκευασμένο μύθο της εποχής του Τίτο.
Η δημιουργία εθνικής συνείδησης οδήγησε πολλούς στο ιστορικό ολίσθημα να υιοθετήσουν, αποσπασματικά, ήρωες και πρωταγωνιστές που ανήκουν στην ελληνική πραγματικότητα, γι΄αυτό πολλές φορές η χώρα μας βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να υπερασπιστεί τα ιστορικά αυτονόητα.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα γίνεται μία προσπάθεια συμψηφισμού, χωρίς αυτό να ομολογείται φανερά, δίνοντας έμφαση στο γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά στην ουσία παραχωρώντας την ονομασία του όρου Μακεδονία. Η χρήση του όρου Μακεδονία κάτω από οποιεσδήποτε προϋποθέσεις είναι μία εγκληματική παραχώρηση και ισοδυναμεί με απεμπόληση του ιστορικού παρελθόντος∙ κάτι τέτοιο δεν έχει κανένας δικαίωμα να το προσπαθήσει, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πολιτικά και οικονομικά οφέλη που μπορεί να επικαλεστούν οι υποστηρικτές.
Η ελληνική πολιτική τακτική δεν εξυπηρέτησε αποτελεσματικά τη διαπραγματευτική προσπάθεια και αυτό οφείλεται στην αδυναμία των κοινοβουλευτικών πολιτικών φορέων να κρατήσουν μία ενιαία τακτική σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αντίθετα οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής βρήκαν πεδίο αντιπαράθεσης για να πετύχουν περισσότερα πολιτικά οφέλη, χωρίς όμως να εξυπηρετήσουν ποτέ τον εθνικό στόχο.
Η μη τήρηση μιας ενιαίας τακτικής εξωτερικής πολιτικής έδωσε τη δυνατότητα στους συνομιλητές της χώρας να πάρουν κάποια πλεονεκτήματα που τα έχουν εντάξει στην επιχειρηματολογία τους .Παρόλα αυτά από όλους τους φορείς αναγνωρίζεται το γεγονός ότι πρέπει να υπάρξει μία ενιαία γραμμή που να εξυπηρετεί τα δίκαια της χώρας. Ίσως η παρουσία των δύο ζητημάτων, Κυπριακού και Μακεδονικού δεν επέτρεψε στην ελληνική διπλωματία να μπορέσει να διατηρήσει μία αταλάντευτη τακτική, εξυπηρετώντας τις ελληνικές θέσεις στα δύο ζητήματα∙ μία τέτοια εικόνα μας δίνει η διαπίστωση του Νίκου Μέρτζου (Μέρτζου Ν., 2012, σσ. 29-30)[3] η οποία μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη:

«Η Αθήνα είχε περιέλθει σε δυσχερή θέση επειδή, πέραν από τα προαναφερθέντα ισχυρά συμφέροντα της Δύσεως στη Γιουγκοσλαβία και τις δυτικές πιέσεις, οι πρόσθετες ελληνικές περιστάσεις αποδυνάμωναν την πάγια θέση της Αθήνας. Καθ’ όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεναν πρώτο εθνικό ζήτημα το Κυπριακό και οι συνακόλουθες επικίνδυνες εντάσεις Ελλάδος-Τουρκίας. Η Αθήνα χρειαζόταν θανάσιμα τη φιλία της Γιουγκοσλαβίας, τις ψήφους των «Αδεσμεύτων» στον Ο.Η.Ε. και τη διαμεσολάβησή της στην Άγκυρα για την εξισορρόπηση των απειλών. Αυτοί οι πρόσθετοι, αλλά εξαιρετικά σοβαροί, λόγοι και η δύσκολη, αλλά ταχεία, διαδικασία ήταν που οδήγησαν σε στενές έως και − για ένα σύντομο διάστημα − συμμαχικές σχέσεις την Ελλάδα και τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, παρ’ ότι στην εξέλιξη του ελληνικού Εμφυλίου η γιουγκοσλαβική εμπλοκή υπήρξε καθοριστική εξαρχής μέχρι τέλους.
Παράλληλα η Ελλάδα, μέλος του ΝΑΤΟ, ήταν ζωτικός παράγοντας για την ασφάλεια και τον ανεφοδιασμό της «αδέσμευτης» Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας 1950, οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνίες στρατιωτικής και πολιτικής συνεργασίας και επεχείρησαν να αναβιώσουν το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία το οποίο, όμως, κατέστη γράμμα νεκρό μετά τους τουρκικούς βανδαλισμούς του 1955 σε βάρος της ελληνικής μειονότητος στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ακριβώς η Γιουγκοσλαβία κατέστη πολυτιμότερη για την Ελλάδα. Οι δύο χώρες αντήλλαξαν επισκέψεις ανωτάτου επιπέδου»


Η κατάσταση που περιγράφει το παραπάνω απόσπασμα βάζει την Ελληνική εξωτερική πολιτική σε κάποια περιθώρια πολιτικής ασφυξίας. Αυτό πολλές φορές δεν επέτρεψε την άσκηση μιας ανεξάρτητης εθνικής γραμμής, έδωσε όμως την ευκαιρία σε εσωτερικούς αντιπάλους να διατυπώσουν μία αντιπολιτευτική τακτική που πολλές φορές εγκατέλειψαν από την ώρα που ανέλαβαν την εξουσία.
Μέσα από αυτό το γαϊτανάκι της πολιτικής αντιπαράθεσης η χώρα βγήκε περισσότερο χαμένη παρά κερδισμένη.
Πέρα από τις οποιεσδήποτε ελληνικές θέσεις, που δεν εξυπηρετούσαν πάντα τα εθνικά δίκαια, η ελληνική εξωτερική πολιτική παρέμεινε για την περιοχή μία δύναμη σταθερότητας και εγγύησης, που εξυπηρετούσε τον διεθνή παράγοντα, αλλά απεδείκνυε ταυτόχρονα ότι η Ελλάδα αποτελούσε ένα σημαντικό παίχτη στο διεθνές σκηνικό.
Μετά το θάνατο του Τίτο και την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, με την κατάρρευση της σοσιαλιστικής παρουσίας, είμαστε υποχρεωμένοι να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας και να υπερασπίσουμε όχι μόνο την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, αλλά και τα ιστορικά δίκαια που είχαν περάσει σε δεύτερο πλάνο, εξυπηρετώντας κάποιες διαφορετικές συμμαχίες, και ακόμα περισσότερο επιβάλλοντας κάποιες πολιτικές παραχώρησης που δεν είναι απαραίτητες στη σημερινή πραγματικότητα Το κομβικό σημείο στη σημερινή κατάσταση είναι πώς θα χειριστούμε τις διεθνείς γεωπολιτικές μεταβολές και πώς θα ερμηνεύσουμε την πολιτική των συμμάχων μας. Υπάρχουν πολύ σημαντικές μεταβολές στη διεθνή πραγματικότητα και αυτές πρέπει να αξιοποιηθούν από τα διαπραγματευόμενα  μέρη, για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Η ελληνική διπλωματία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές αλλαγές, μέχρι του σημείου ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης να υποστηρίζει, ότι δεν πρέπει να γίνει αλλαγή συνόρων.
Σήμερα την εποχή της οικονομικής κρίσης και την ώρα που τα ενεργειακά ζητήματα επηρεάζουν τη συμπεριφορά των συνομιλητών μας, είμαστε υποχρεωμένοι να επαναπροσδιορίσουμε το στρατηγικό δόγμα της χώρας και να πάρουμε θέση απέναντι στις εξελίξεις, με βάση τα δεδομένα που διαμορφώνονται, διατυπώνοντας μία αξιόπιστη και ρεαλιστική θέση, που να σέβεται τόσο το ιστορικό παρελθόν όσο και τις υπό διαμόρφωση εξελίξεις,  αξιοποιώντας τις συγκυρίες που εμφανίζονται μπροστά μας. Είναι φυσικό ότι η διαμόρφωση ενός δόγματος εξωτερικής πολιτικής επηρεάζεται από τις εξελίξεις που διαμορφώνονται, αλλά αυτό είναι ανεξάρτητο από τα αταλάντευτα εθνικά δίκαια και κατά πόσο αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν κάθε εποχή.
Ίσως θα ήταν εύκολος ο αφορισμός “ Όλους θα μας κρίνει η ιστορία” αυτό όμως σημαίνει, ότι όλα μπαίνουν στη σφαίρα της συλλογικής ευθύνης, ενώ τα αποτελέσματα επηρεάζουν την πορεία ενός ολόκληρου λαού ή ακόμα περισσότερο την πορεία των λαών της περιοχής.
Η αλήθεια είναι ότι η στάση των πολιτικών και των διπλωματικών ηγετών δημιουργεί τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες χτίζεται η πορεία ολόκληρου του κόσμου. Επομένως δεν υπάρχει ζήτημα συλλογικής ευθύνης αλλά, πολύ περισσότερο, υπάρχει ζήτημα υπεράσπισης των εθνικών δικαίων, αξιοποίησης ή απεμπόλησης των προσδοκιών ενός έθνους, γιατί όλοι είμαστε υπόλογοι των πράξεών μας απέναντι στις κοινωνίες που εκπροσωπούμε την κάθε στιγμή.

*Ο Δημήτριος Δρογίδης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, ζει στη
Θεσσαλονίκη και εργάζεται στην Αριδαία Πέλλας. Είναι Διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris1), τέως Υπότροφος Unesco και Συγγραφέας ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών μελετών .



[1] Μέρτζος Ν., Το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ Παίγνιο Γεωπολιτικης, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 9
[2] Φορτομάρη Ε., ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ.ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 17
[3] Μέρτζος Ν., ο.π, σσ. 29-30

No comments:

Post a Comment

Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση

Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.

Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.