Η πλήρης θωράκιση του
πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ από κάθε διαφορετική φωνή, αφήνει χωρίς
πολιτικό λόγο τα στρώματα που πλήττονται. Το καθήκον να επανασυγκροτηθεί αυτή η
εκπροσώπηση, σπάζοντας ταυτόχρονα τις λογικές της ανάθεσης, είναι ένα καθήκον
δύσκολο που καμία πολιτική δύναμη από μόνη της δεν έχει τη δυνατότητα να το
ολοκληρώσει.
Του Δημήτρη Σαραφιανού
H υπερψήφιση του 4ου μνημονίου
από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα υποταγής
και κοινωνικής καταστροφής για τα λαϊκά στρώματα. Μιας αλυσίδας ατελέσφορης,
μιας αλυσίδας δίχως τέλος.
Είναι σίγουρο ότι τμήματα
του κεφαλαίου στη χώρα, αλλά και διεθνώς, έχουν θησαυρίσει από τη μνημονιακή
πολιτική και τη συντριπτική εσωτερική υποτίμηση (λιτότητα, ανεργία
ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων). Παρά ταύτα οι «στόχοι» της μνημονιακής
πολιτικής κάθε άλλο παρά έχουν επιτευχθεί. Η εσωτερική υποτίμηση ούτε αύξησε
σημαντικά τις εξαγωγές, ούτε προσέλκυσε νέες επενδύσεις. Η προσέλκυση ξένων
επενδύσεων με τις ιδιωτικοποιήσεις δεν οδηγεί παρά στο μπιρ-παρά ξεπούλημα της
δημόσιας περιουσίας. Κυρίως βέβαια -και παρά τους κωμικοτραγικούς
πανηγυρισμούς της κυβέρνησης- το 4ο μνημόνιο δεν θα είναι καν
το τελευταίο. Από το 2020 οι ανάγκες για αποπληρωμή των τόκων και χρεολυσίων
του δημοσίου χρέους αυξάνονται αλματωδώς και δεν δύνανται να καλυφθούν παρά με
πλεονάσματα της τάξης του 5%-7% (δηλαδή με πολύ μεγαλύτερη λιτότητα ακόμα και
από αυτήν που προβλέπουν τα μνημονιακά προγράμματα). Περαιτέρω, η έκρηξη των
πλειστηριασμών ακινήτων, που αναμένεται με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς,
θα οδηγήσει σε καθίζηση των τιμών στην κτηματαγορά, με αποτέλεσμα τη μείωση και
της αξίας των εγγυήσεων που διαθέτουν οι τράπεζες στο χαρτοφυλάκιό τους. Με
αυτό τον τρόπο προετοιμάζεται το έδαφος για την 4η ανακεφαλαιοποίηση
των τραπεζών.
Χρόνος
Η υπερψήφιση των μέτρων
δίνει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση, αν και αυτός ο πολιτικός χρόνος δεν είναι
βεβαίως ανέφελος. Παρότι η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις
προσδιορίζεται για τον Ιανουάριο του 2019 και η μείωση του αφορολογήτου για το
2020, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών,
οι ιδιωτικοποιήσεις, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, η κατάργηση της
κυριακάτικης αργίας, και η μείωση των αποδοχών στα ειδικά μισθολόγια είναι
μέτρα άμεσης εφαρμογής.
Εξαρτάται λοιπόν σε
μεγάλο βαθμό από τη ανάπτυξη κοινωνικών αντιστάσεων ο πολιτικός χρόνος που θα
έχει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, αλλά και ο βαθμός ενίσχυσης της δεξιάς
αντιπολίτευσης. Η επανεμφάνιση στο δρόμο ενός κοινωνικού δυναμικού τις μέρες
της ψήφισης του τέταρτου μνημονίου δείχνει ότι υπάρχει μια μικρή, αλλά υπαρκτή
κοινωνική βάση για το σχεδιασμό και την οργάνωση αγώνων. Για να γίνει όμως κάτι
τέτοιο απαιτείται μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση από τη μεριά των
πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Ο σεχταριστικός παροξυσμός του ΚΚΕ, αλλά και
των κυρίαρχων δυνάμεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι παντελώς αδιέξοδος.
Η ΛΑΕ, παρά την
ενιαιομετωπική λογική της, οφείλει να συμβάλλει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα,
και προπάντων με σχέδιο, στη συγκρότηση ενός κοινωνικού μπλοκ αγώνα. Εάν δεν
σκύψουμε πάνω από τα ζητήματα και τις αντιφάσεις κάθε κοινωνικού χώρου
(εργασίας, σπουδών και γειτονιάς), ο κατακερματισμός των ούτως ή άλλων μικρών
δυνάμεων που μπορούν να κινητοποιηθούν, θα οδηγήσει στο μαράζωμα και την
εξασθένηση των δυνατοτήτων για τη συγκρότηση ενός τέτοιου μπλοκ.
Η ΛΑΕ
Αυτή η κατεύθυνση
ειδικότερα απαιτεί:
α) Τη συγκρότηση ενός
ταξικού κέντρου αγώνα σωματείων, ομοσπονδιών, εργατικών κέντρων με όλους όσοι
θέλουν πραγματικά να δώσουν κοινωνικές μάχες και δεν προωθούν μια γραμμή
αδράνειας και αδιέξοδου συντεχνιασμού. Με άλλα λόγια με όλους όσοι δεν έλκονται
από την πρακτική του γραφειοκρατικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, ασχέτως
ιδεολογικοπολιτικών πεποιθήσεων. Αυτό βέβαια προϋποθέτει επίσης μια τομή με τη
λογική της σεχταριστικής αναδίπλωσης που αποτυπώνεται σε συγκεντρώσεις δήθεν
επαναστατικής καθαρότητας. Η κρίση του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού όλα αυτά
τα χρόνια άφηνε το περιθώριο στις ταξικές δυνάμεις να μπουν μπροστά και να
πάρουν αυτές τα ηνία των εργατικών αγώνων. Αντί γι’ αυτό όμως, τόσο η υποταγή
σε γραφειοκρατικές λογικές όσο και ο σεχταρισμός, άφησαν το περιθώριο στη
συνδικαλιστική γραφειοκρατία να διατηρήσει το ρόλο της (τα αποτελέσματα στην
ΑΔΕΔΥ, αλλά και σε άλλους εργασιακούς χώρους είναι ενδεικτικά).
β) Τη συγκρότηση
δημοτικών κινήσεων σε κατεύθυνση αντιμνημονιακή και ενιαιομετωπική που θα
απευθύνονται σε όλους όσοι θέλουν να αγωνισθούν ενάντια στην κυβερνητική
πολιτική του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και της εκμετάλλευσης του
δημόσιου χώρου προς όφελος του κεφαλαίου (γήπεδα, Ελληνικό κ.ά.), τη διάλυση
των κοινωνικών υποδομών και την πλήρη πρόσδεση της τοπικής αυτοδιοίκησης στο
κράτος με τους νέους και παλιούς καλλικρατικούς νόμους. Οι δημοτικές αυτές
κινήσεις θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για τη συγκρότηση ευρύτερων
πρωτοβουλιών για κεντρικά μέτωπα της περιόδου, όπως οι πλειστηριασμοί και οι
εξώσεις.
γ) Την ανάπτυξη
ενιαιομετωπικών κινημάτων στους χώρους της νεολαίας αφενός ενάντια στην ανεργία
και τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αφετέρου ενάντια στην πλήρη απαξίωση της
δημόσιας παιδείας μέσω της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης (που έχει
πολλές μορφές), της ένταξης των ταξικών φραγμών (προπαρασκευαστικά έτη), της
απαξίωσης των πτυχίων (κατάργηση επαγγελματικών δικαιωμάτων), της έντασης του
αυταρχισμού.
Η ΛΑΕ οφείλει να
ασχοληθεί πολύ συγκεκριμένα και συγκροτημένα με τις κατευθύνσεις αυτές,
ασχολούμενη λεπτομερειακά με τους επιμέρους χώρους, συνδικαλιστικό,
αυτοδιοίκηση, νεολαία κ.λπ. συνθέτοντας μία πολιτική κατεύθυνση συμβατή με το
συνολικότερο πρόγραμμα της ΛΑΕ. Όπου κάτι τέτοιο δεν έγινε επαρκώς στο χρόνο
που απαιτείτο (περιφέρεια, συνδικαλιστικό στον ιδιωτικό τομέα κ.λπ.) όχι μόνο
δεν επιλύθηκαν τα προβλήματα, αλλά επετράπη σε άλλες δυνάμεις να φθείρουν την
εικόνα της ΛΑΕ και να πλήξουν την επιρροή της.
Αντίστοιχα σε κεντρικό
πολιτικό επίπεδο η ΛΑΕ οφείλει να ασχοληθεί πολύ συγκεκριμένα με τη συγκρότηση
ενός πολιτικού μπλοκ αγώνα στο έδαφος του μεταβατικού προγράμματος. Αυτό
προϋποθέτει κοινές πρακτικές και κοινές δράσεις με μια σειρά πολιτικών
οργανώσεων, ομάδων (ανεξαρτήτως μεγέθους), αλλά και αγωνιστών που αν και
στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ μια προηγούμενη περίοδο, έχουν ήδη αποσύρει την εμπιστοσύνη
τους από αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για οργανώσεις, ομάδες, συντρόφους και
συντρόφισσες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που δεν τους συγκινούν οι
σεχταριστικές αναδιπλώσεις.
Οι άλλες δυνάμεις
Είναι βέβαιο ότι το
επόμενο χρονικό διάστημα τόσο η κυβέρνηση, όσο και η μνημονιακή αντιπολίτευση
θα επιδοθούν σε μια ακατάσχετη προεκλογική ψευδολογία («βγαίνουμε από τα
μνημόνια», «δεν θα εφαρμόσουμε τα μέτρα αν δεν διευθετηθεί το θέμα του χρέους»,
«αν εκλεγούμε θα μειώσουμε τους φόρους και τις εισφορές» κ.λπ.) που θα
προσπαθεί να αποκρύψει το βάθος της μνημονιακής πολιτικής. Τα κοινωνικά
στηρίγματα της κυβερνητικής πολιτικής περιορίζονται με τα τελευταία μέτρα,
καθώς πλήττονται και οι ήδη συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό όμως
δεν αναιρεί το γεγονός ότι σταδιακά συγκροτείται ένα κοινωνικό μπλοκ
υποστήριξης της αντιπολίτευσης (ιδίως σε ελεύθερους επαγγελματίες, εμπόρους και
αγρότες), ενώ ταυτόχρονα έχουν ενεργοποιηθεί όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί για να
επικυρώσουν τον ευρωμονόδρομο και να απενεργοποιήσουν κάθε φωνή αμφισβήτησής
του.
Η πρόσδεση της ηγεσίας
του ΚΚΕ σε έναν λόγο σεχταριστικό και γενικόλογα αντικαπιταλιστικό, που
αρνείται κάθε μεταβατική λογική και τη δυνατότητα επιβολής ριζικών μέτρων υπέρ
των εργαζόμενων τάξεων πριν από την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας,
καταλήγει έμμεσα να δικαιολογεί τον ευρωμονόδρομο από την ανάστροφη με την
επιχειρηματολογία ότι «η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα είναι χειρότερη από το
ευρώ».
Η πλήρης θωράκιση του
πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ από κάθε διαφορετική φωνή, αφήνει χωρίς
πολιτικό λόγο τα στρώματα που πλήττονται. Το καθήκον να επανασυγκροτηθεί αυτή η
εκπροσώπηση, σπάζοντας ταυτόχρονα τις λογικές της ανάθεσης, είναι ένα καθήκον
δύσκολο που καμία πολιτική δύναμη από μόνη της δεν έχει τη δυνατότητα να το
ολοκληρώσει.
Ποια τακτική
Η ΛΑΕ, παρά τα πλήγματα
που δέχεται από εχθρούς και «φίλους», έχει κατορθώσει να συγκρατήσει μια μαγιά
αγωνιστών και αγωνιστριών με κοινωνικές γειώσεις, με ικανή ιδεολογική και
πολιτική εμπειρία και με ένα πρόγραμμα μεταβατικό και ενιαιομετωπικό που
αποτελεί πράγματι τη μόνη φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση. Έχει λοιπόν την
ικανότητα να αποτελέσει μία προωθητική δύναμη προς την κατεύθυνση που απαιτούν
οι καιροί. Αρκεί να μη θεωρήσει ότι έχει και την αυτάρκεια για να το κάνει ή
πολύ περισσότερο να μη θεωρήσει ότι η εκφορά αυτού του προγράμματος σε ένα
πανεθνικό ακροατήριο με διαταξικά χαρακτηριστικά μπορεί να συγκροτήσει σχέσεις
πολιτικής εκπροσώπησης. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, πρώτον γιατί το πρόγραμμα
αυτό δεν μπορεί να εκπροσωπήσει κοινωνικά συμφέροντα κεφαλαιουχικών μερίδων ή
και των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων (ούτε αυτών που συμπιέζονται από την
κρίση), δεύτερον γιατί μια τέτοια προσπάθεια δημιουργεί κινδύνους για την
αλλοίωση του πολιτικού λόγου («για να μην τρομάξει ο κόσμος»), τρίτον γιατί η
εκφορά ενός προγράμματος από μόνη της δεν συγκροτεί σχέσεις εκπροσώπησης αν δεν
οργανώνεται η συγκρότηση μπλοκ σε κοινωνικούς χώρους, τέταρτον γιατί πολιτικά
ανοίγματα προς τα «δεξιά» αποδιαρθρώνουν τη δυνατότητα να διαμορφωθούν σχέσεις
εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης με τα στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας.
Τα πληττόμενα λαϊκά
στρώματα και ιδίως οι δυνάμεις της εργασίας έχουν την ανάγκη να ακούσουν με
σαφήνεια και καθαρότητα πού οδηγεί αυτός ο άλλος δρόμος που θα ανοίξει μέσα από
την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος (γι’ αυτό είναι σημαντική μια
καμπάνια για την επεξήγησή του), όπως επίσης και ποιες βραχυμεσοπρόθεσμες
θετικές επιπτώσεις θα έχει η επιβολή ενός προγράμματος στην οικονομική και
κοινωνική τους θέση. Γι’ αυτό και τα ζητήματα της διακοπής της λιτότητας, της
αναδιανομής του εισοδήματος εις βάρος του κεφαλαίου, και εις όφελος των
εργαζόμενων τάξεων, αλλά και της αλλαγής του συσχετισμού μέσα στη παραγωγή με
τις κρατικοποιήσεις, τις μετοχοποιήσεις χρεών των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων
υπέρ του Δημοσίου και των εργαζομένων σε αυτές και τη θέσπιση εργατικού ελέγχου
είναι αλληλένδετα και έχουν καθοριστική σημασία όσο και η αποκατάσταση της
νομισματικής κυριαρχίας.
Οι εργαζόμενες τάξεις
έχουν ταυτόχρονα την ανάγκη να δουν να λειτουργούν πλατιές πρωτοβουλίες, όπου
διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και ανένταχτοι αγωνιστές και αγωνίστριες θα
συν-μετέχουν στην ανάπτυξη και την προώθηση αυτού του προγράμματος.
Για να υπηρετηθεί αυτή η
κατεύθυνση επανασυγκρότησης πολιτικής εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων είναι
επίσης απολύτως απαραίτητο να ανανεωθεί η εκπροσώπηση της ΛΑΕ με ανθρώπους που
προέρχονται από τα κοινωνικά στρώματα στην κινητοποίηση και εκπροσώπηση των
οποίων θέλουμε να συμβάλλουμε. Ειδικά το ζήτημα της νεολαίας είναι από τα
κρισιμότερα για τη ΛΑΕ και γενικότερα για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Χωρίς μία
αναβάθμιση και αναβάπτιση σε ένα νεότερο δυναμικό, οι προοπτικές είναι
περιορισμένες για την ανάπτυξη κοινωνικού κινήματος, αλλά και πολιτικής
επιρροής.
Ας πάρουμε κάποια
μαθήματα από την εσπερία. Ο νεαρός σύντροφος που μίλησε στην εκδήλωση για την
Γαλλία αποτελεί έναν από τους πανεθνικούς εκπροσώπους της Ανυπότακτης Γαλλίας.
Μέσα στη ΛΑΕ έχουμε πολύ αξιολόγους συντρόφους και συντρόφισσες από όλα τα
πληττόμενα κοινωνικά στρώματα που μπορούν να αποτελέσουν αντίστοιχα το πρόσωπο
της ΛΑΕ προς την κοινωνία.
Τέλος για να επιτευχθούν
αυτά τα καθήκοντα απαιτείται οριζόντια ενεργοποίηση, αξιοποίηση και πρωτοβουλία
του στελεχιακού δυναμικού της ΛΑΕ.
No comments:
Post a Comment
Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση
Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.
Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.