Ο Νοέμβριος σημαδεύει μια από τις δυστυχέστερες
στιγμές του λακωνικού λαού. Ήταν 26 Νοεμβρίου 1943, που δολοφονήθηκαν στο
Μονοδένδρι 118 Λάκωνες, θύματα του Ναζισμού.
Ήταν τότε στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ήταν τότε που οι Γερμανοί
είχαν καθιερώσει την αυστηρή τιμωρία των αντιποίνων, που , δυστυχώς και εδώ
όπως και σε όλα τα ολοκαυτώματα, ήταν απόρροια της δράσης των ανταρτών, οι
οποίοι δεν παραδειγματίσθηκαν από άλλα ολοκαυτώματα αλλά ούτε και από την
εκτέλεση των 118 και συνέχισαν την δράση τους, με αποτέλεσμα την εκτέλεση άλλων
σαράντα πέντε, όπως θα δούμε παρακάτω. Κατά τη μελέτη των γεγονότων βρέθηκαν,
διαδικτυακά, κείμενα-διηγήσεις για το συμβάν, τα οποία και μεταφέρονται εδώ.
Αφορούν , κυρίως, στη στάση ενός γενναίου άντρα, του γιατρού Χρήστου Καρβούνη.
Όλες οι διηγήσεις επικεντρώνονται στην ηρωική στάση του γιατρού, ο οποίος είχε
όλες τις δυνατότητες να γλυτώσει την εκτέλεση, καθώς ήρθε σχετική διαταγή γι’
αυτό. Πιθανή “αιτία“, οι σπουδές του στη Γερμανία. Βεβαίως, δεν μέτρησε για
τους ναζί η ιατρική ιδιότητά του, που είχε φανεί πολύτιμη και θα μπορούσε να
συνεχίσει να προσφέρει στον ελληνικό λαό που χειμαζόταν από τις κακουχίες μιας
οδυνηρής κατοχής, που εξόντωνε την ικμάδα του τόπου.
Ο γιατρός, όπως θα δούμε στις διηγήσεις, προσπάθησε να ανταλλάξει τη σωτηρία του με τη σωτηρία της ζωής κάποιων συντοπιτών του. Μάταια. Κριτήρια και ανθρωπιά δεν ήταν σε θέση να δείξουν οι εκτελεστές.
1943. Ενώ το αντάρτικο φουντώνει στην Πελοπόννησο, στις 22 – 23 Οκτώβρη 1943, οι Γερμανοί κατακτητές προχωρούν σε μαζικές συλλήψεις. Στη Σπάρτη και τη γύρω περιοχή συλλαμβάνονται 550 πατριώτες, συνδεδεμένοι άμεσα ή έμμεσα με αντάρτες της περιοχής.
Οι 400 μεταφέρονται στις φυλακές της Τρίπολης. Στόχος της ομηρείας η κατατρομοκράτηση του λαού. Μεταξύ τους έμποροι, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες. Στις 25 Νοεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ στήνουν ενέδρα στο Μονοδένδρι και χτυπούν με πολυβόλα φάλαγγα αυτοκινήτων που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες. Εξοντώθηκαν περίπου 30 στρατιώτες (οι αριθμοί ποικίλλουν από μαρτυρία σε μαρτυρία).
Ο γιατρός, όπως θα δούμε στις διηγήσεις, προσπάθησε να ανταλλάξει τη σωτηρία του με τη σωτηρία της ζωής κάποιων συντοπιτών του. Μάταια. Κριτήρια και ανθρωπιά δεν ήταν σε θέση να δείξουν οι εκτελεστές.
1943. Ενώ το αντάρτικο φουντώνει στην Πελοπόννησο, στις 22 – 23 Οκτώβρη 1943, οι Γερμανοί κατακτητές προχωρούν σε μαζικές συλλήψεις. Στη Σπάρτη και τη γύρω περιοχή συλλαμβάνονται 550 πατριώτες, συνδεδεμένοι άμεσα ή έμμεσα με αντάρτες της περιοχής.
Οι 400 μεταφέρονται στις φυλακές της Τρίπολης. Στόχος της ομηρείας η κατατρομοκράτηση του λαού. Μεταξύ τους έμποροι, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες. Στις 25 Νοεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ στήνουν ενέδρα στο Μονοδένδρι και χτυπούν με πολυβόλα φάλαγγα αυτοκινήτων που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες. Εξοντώθηκαν περίπου 30 στρατιώτες (οι αριθμοί ποικίλλουν από μαρτυρία σε μαρτυρία).
Η είδηση έγινε γνωστή και οι κάτοικοι της περιοχής
έφυγαν για τα βουνά, αφού πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Ξημέρωσε η 26η
Νοεμβρίου 1943. Μια μέρα που όλοι περίμεναν το ξέσπασμα της γερμανικής οργής.
Κατά το μεσημέρι, ακριβώς στο σημείο της ενέδρας, σταμάτησε μια φάλαγγα
γερμανικών αυτοκινήτων, η οποία ερχόταν απ’ την Τρίπολη και ξεφόρτωσε 118
ομήρους. Ανάμεσά τους εκλεκτά μέλη της κοινωνίας της Σπάρτης και όλα τα μέλη
της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού της Σπάρτης. Ήταν οι όμηροι που
είχαν συλληφθεί πριν έναν μήνα. Τους κατεβάζουν από τα αυτοκίνητα, τους
τοποθετούν στο σημείο της ενέδρας και στήνουν δυο πολυβόλα από τις δυο μεριές
του δρόμου και άλλα τέσσερα να στοχεύουν τους μελλοθάνατους. Καθώς τα
εκτελεστικά αποσπάσματα παίρνουν τη θέση τους οι 118 όμηροι αντιλαμβανόμενοι
την τύχη τους αγκαλιάζονται για τελευταία φορά. Ο δικηγόρος και πολιτικός
Γιατράκος στρέφεται στους συντρόφους του και εκφωνεί τον τελευταίο λόγο της
ζωής του. Τη δραματική εκείνη στιγμή η δόξα άγγιζε το πρόσωπο ενός άλλου ήρωα.
Αυτό του Χρήστου Καρβούνη.
Ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης γεννήθηκε στην Αράχοβα Λακωνίας στις 16.07.1903. Σπούδασε γιατρός στη Γερμανία και πήρε την ειδικότητα του χειρουργού. Το 1928 επέστρεψε στη Σπάρτη όπου άνοιξε κλινική. Μεταξύ των ετών 1929 – 1943 έκανε 3.000 χειρουργεία.
Στον πόλεμο του 1940 υπηρέτησε στα νοσοκομεία Θεσσαλονίκης και Νάουσας. Κατά την κατοχή ανέπτυξε πατριωτική δράση. Όταν νοσήλευσε έναν Έλληνα αξιωματικό, το 1943, οι Ιταλοί τον συνέλαβαν. Απελευθερώθηκε όμως όταν κατέρρευσε το μέτωπο Ιταλίας – Γερμανίας. Ο Καρβούνης βλέπει ότι ανάμεσα στους 118 ήταν παιδιά ανήλικα, τέσσερα αδέλφια από μια οικογένεια (Τζιβανόπουλοι) και τρία από δύο άλλες (Αλεμαγκίδη και Κεχαγιά). Με τα άψογα γερμανικά του παρακαλεί τους Γερμανούς να μη σκοτώσουν τα ανήλικα παιδιά. Δεν εισακούεται. Πάνω στην ώρα καταφτάνει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής μεταφέροντας το κατεπείγον μήνυμα της γερμανικής διοίκησης Τριπόλεως, σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός Καρβούνης, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, δεν πρέπει να εκτελεστεί. Ο Καρβούνης δέχεται με την προϋπόθεση να μην εκτελεσθεί κανένας. Ισχυρίζεται ότι και οι 118 είναι αθώοι και δεν πρέπει να πληρώσουν για ενέργειες άλλων. Οι Γερμανοί αρνούνται. Ο Καρβούνης αντιπροτείνει, αντί να του χαρίσουν τη ζωή, να ελευθερώσουν δύο από τους τέσσερις αδελφούς Τζιβανόπουλου που ήταν όμηροι. Οι Γερμανοί αρνούνται εκ νέου. Τότε ο Καρβούνης ξεσπά και σε άψογα γερμανικά βρίζει τους Γερμανούς: «Είστε βάρβαροι. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια απ’ τη ζωή μου στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια χαμένα και πεταμένα». Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός έγινε κατακόκκινος από οργή. Με όλη του τη δύναμη χτύπησε τον Καρβούνη με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο. Πυρ φώναξε και οι 118 πατριώτες σωριάστηκαν νεκροί. Ανάμεσά τους ο Χρήστος Καρβούνης με το σπασμένο του μπράτσο και τα τέσσερα αδέρφια Τζιβανόπουλου.
Προσωπική μαρτυρία του μοναδικού διασωθέντα.
Αυτός ήταν ο Μιχάλης Τσιγκάκος, ο νεότερος ηλικιακά από τους 118 ομήρους που εκτελέσθηκαν στο Μονοδένδρι.
Ο τρόπος διάσωσής του φριχτός, όπως και σε κάποιες άλλες – σπάνιες – τέτοιες περιπτώσεις που είδαμε: τον χτύπησε ξώφαλτσα η σφαίρα. Τον κάλυψαν το αίμα και τα κορμιά των συμπολιτών του. Και γλύτωσε τη χαριστική βολή. Μακάβριο αλλά αληθινό!…
Διαβάστε τη δεύτερη αυτή διήγηση, που προέρχεται από την ίδια διαδικτυακή πηγή, το “Χειροποίητο“.
«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. Έτσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο. Στα κάθε είδους μεροκάματα που κάναμε, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος. Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας. Μας πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι. Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δουν τους ανθρώπους τους. Όμως οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή.
Ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης γεννήθηκε στην Αράχοβα Λακωνίας στις 16.07.1903. Σπούδασε γιατρός στη Γερμανία και πήρε την ειδικότητα του χειρουργού. Το 1928 επέστρεψε στη Σπάρτη όπου άνοιξε κλινική. Μεταξύ των ετών 1929 – 1943 έκανε 3.000 χειρουργεία.
Στον πόλεμο του 1940 υπηρέτησε στα νοσοκομεία Θεσσαλονίκης και Νάουσας. Κατά την κατοχή ανέπτυξε πατριωτική δράση. Όταν νοσήλευσε έναν Έλληνα αξιωματικό, το 1943, οι Ιταλοί τον συνέλαβαν. Απελευθερώθηκε όμως όταν κατέρρευσε το μέτωπο Ιταλίας – Γερμανίας. Ο Καρβούνης βλέπει ότι ανάμεσα στους 118 ήταν παιδιά ανήλικα, τέσσερα αδέλφια από μια οικογένεια (Τζιβανόπουλοι) και τρία από δύο άλλες (Αλεμαγκίδη και Κεχαγιά). Με τα άψογα γερμανικά του παρακαλεί τους Γερμανούς να μη σκοτώσουν τα ανήλικα παιδιά. Δεν εισακούεται. Πάνω στην ώρα καταφτάνει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής μεταφέροντας το κατεπείγον μήνυμα της γερμανικής διοίκησης Τριπόλεως, σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός Καρβούνης, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, δεν πρέπει να εκτελεστεί. Ο Καρβούνης δέχεται με την προϋπόθεση να μην εκτελεσθεί κανένας. Ισχυρίζεται ότι και οι 118 είναι αθώοι και δεν πρέπει να πληρώσουν για ενέργειες άλλων. Οι Γερμανοί αρνούνται. Ο Καρβούνης αντιπροτείνει, αντί να του χαρίσουν τη ζωή, να ελευθερώσουν δύο από τους τέσσερις αδελφούς Τζιβανόπουλου που ήταν όμηροι. Οι Γερμανοί αρνούνται εκ νέου. Τότε ο Καρβούνης ξεσπά και σε άψογα γερμανικά βρίζει τους Γερμανούς: «Είστε βάρβαροι. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια απ’ τη ζωή μου στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια χαμένα και πεταμένα». Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός έγινε κατακόκκινος από οργή. Με όλη του τη δύναμη χτύπησε τον Καρβούνη με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο. Πυρ φώναξε και οι 118 πατριώτες σωριάστηκαν νεκροί. Ανάμεσά τους ο Χρήστος Καρβούνης με το σπασμένο του μπράτσο και τα τέσσερα αδέρφια Τζιβανόπουλου.
Προσωπική μαρτυρία του μοναδικού διασωθέντα.
Αυτός ήταν ο Μιχάλης Τσιγκάκος, ο νεότερος ηλικιακά από τους 118 ομήρους που εκτελέσθηκαν στο Μονοδένδρι.
Ο τρόπος διάσωσής του φριχτός, όπως και σε κάποιες άλλες – σπάνιες – τέτοιες περιπτώσεις που είδαμε: τον χτύπησε ξώφαλτσα η σφαίρα. Τον κάλυψαν το αίμα και τα κορμιά των συμπολιτών του. Και γλύτωσε τη χαριστική βολή. Μακάβριο αλλά αληθινό!…
Διαβάστε τη δεύτερη αυτή διήγηση, που προέρχεται από την ίδια διαδικτυακή πηγή, το “Χειροποίητο“.
«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. Έτσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο. Στα κάθε είδους μεροκάματα που κάναμε, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος. Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας. Μας πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι. Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δουν τους ανθρώπους τους. Όμως οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες ο γιατρός Καρβούνης,
γνωστός στη Λακωνία, αφού χειρουργούσε πολλές δύσκολες παθήσεις. Όλοι είχαν
πέσει πάνω του να τους σώσει. «Αν είναι να τη γλιτώσω μόνο εγώ, τότε θα πάω
πρώτος» τους απαντούσε. Το εννοούσε. Θα μπορούσε να είχε φύγει παραπάνω από μία
φορά. Οι Γερμανοί ήξεραν καλά πόσο αγαπητός ήταν στους κατοίκους. Την επόμενη
μέρα το πρωί μάς έβαλαν σε ένα φορτηγό για το Μονοδένδρι. Εκεί που μας
κατέβασαν υπήρχαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες. Σε κάτι λάκκους διέκρινα
πεθαμένους. «Ωχ», κάνει ένας. «Μας έφεραν για εκτέλεση»…
Μας βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει. Αυτός αρνιόταν. «Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά. Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφήνιασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε. Γύρω στους 35 – 40 στρατιώτες παρατάχθηκαν απέναντί μας. Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό. Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε. Ένας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. Έφτασε και σε μένα. «Νιξ!» του κάνω με το περίσσιο θράσος της ηλικίας μου, αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού. Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Όπως και έγινε. Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε. Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα, ρε Μιχαλάκη;». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ». Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος. Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή. Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου. Όλοι κείτονταν νεκροί. Έφυγα γεμάτος φόβο προς το πουθενά. Περπάτησα μισό χιλιόμετρο περίπου και έφτασα σε ένα μαντρί. Μόλις με βλέπει ο βοσκός που ήταν εκεί νόμισε ότι είδε φάντασμα και πήγε να μου επιτεθεί. Τον πρόλαβε η γυναίκα του.
«Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρωτάει αλαφιασμένη. Τους εξήγησα και με πήραν στο σπίτι. Η κυρά – Παναγιώτα μού έδεσε και μου φρόντισε τις πληγές και μου έδωσε καθαρά ρούχα. Την επόμενη ημέρα έφερε γιατρό. Επειδή φοβόντουσαν μην το μάθουν οι Γερμανοί, με είχε δασκαλέψει να του πω ότι ήμουνα με τα γίδια, έπεσα από ένα βράχο και τραυματίστηκα στο μέτωπο. Αυτός, αν και κατάλαβε δεν είπε τίποτα σε άλλους. Με τους βοσκούς έμεινα περίπου οκτώ μήνες. Λίγο καιρό μετά πήγα στο Γύθειο και ξανασυνάντησα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, οι οποίοι με είχανε για πεθαμένο. Στην πορεία των χρόνων έγινα οικοδόμος, ναυτικός και είδα τα δύο μου παιδιά να μεγαλώνουν και να προκόβουν. Όλα αυτά τα χρόνια δεν πηγαίνω στην τελετή που γίνεται κάθε χρόνο στο Μονοδένδρι. Όποτε περνάω από εκεί ανατριχιάζω. Νιώθω μια παγωμάρα. Ήταν ένα αισχρό έγκλημα που δεν θα τους το συγχωρήσω ποτέ…». Οι 118 με το αίμα τους έγραψαν για μια ακόμη φορά το θρυλικό επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα…».
Την ίδια ημέρα η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Πελοποννήσου ανακοινώνει:
«Ως εξιλεαστικόν μέτρον διά την δειλήν και επίβουλον επίθεσιν ανταρτών εις γερμανικήν φάλαγγα αυτοκινήτων εις τον δρόμον Τριπόλεως – Σπάρτης την 25η Νοεμβρίου 1943, εξετελέσθησαν οι κάτωθι…». Ακολουθεί κατάλογος με 100 ονόματα πατριωτών. Στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται άλλοι 18 πατριώτες, που θα προστεθούν αργότερα στον κατάλογο του ολοκαυτώματος.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη μαζική σφαγή στο Μοριά. Θα ακολουθήσουν άλλες εξίσου φοβερές και ακόμη φοβερότερες στην περιοχή και σ’ όλη τη χώρα. Το άγγελμα της εκτέλεσης, ξαφνικό και αναπάντεχο, προκάλεσε τεράστια κατάπληξη και οργή. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο ομαδικό έγκλημα. Η Σπάρτη ντύθηκε στα μαύρα. Ο πόνος αβάσταχτος. Σχεδόν κάθε σπίτι θρηνούσε και ένα νεκρό. Ο λαϊκός θρήνος απ’ τον χαμό των παλικαριών θα εκφραστεί με μοιρολόγια:
«Αητός στον ήλιο πέταξε μ’ ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ’ αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατόν δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι εσείσθη ο απάνω κόσμος…».
Μας βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει. Αυτός αρνιόταν. «Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά. Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφήνιασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε. Γύρω στους 35 – 40 στρατιώτες παρατάχθηκαν απέναντί μας. Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό. Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε. Ένας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. Έφτασε και σε μένα. «Νιξ!» του κάνω με το περίσσιο θράσος της ηλικίας μου, αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού. Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Όπως και έγινε. Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε. Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα, ρε Μιχαλάκη;». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ». Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος. Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή. Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου. Όλοι κείτονταν νεκροί. Έφυγα γεμάτος φόβο προς το πουθενά. Περπάτησα μισό χιλιόμετρο περίπου και έφτασα σε ένα μαντρί. Μόλις με βλέπει ο βοσκός που ήταν εκεί νόμισε ότι είδε φάντασμα και πήγε να μου επιτεθεί. Τον πρόλαβε η γυναίκα του.
«Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρωτάει αλαφιασμένη. Τους εξήγησα και με πήραν στο σπίτι. Η κυρά – Παναγιώτα μού έδεσε και μου φρόντισε τις πληγές και μου έδωσε καθαρά ρούχα. Την επόμενη ημέρα έφερε γιατρό. Επειδή φοβόντουσαν μην το μάθουν οι Γερμανοί, με είχε δασκαλέψει να του πω ότι ήμουνα με τα γίδια, έπεσα από ένα βράχο και τραυματίστηκα στο μέτωπο. Αυτός, αν και κατάλαβε δεν είπε τίποτα σε άλλους. Με τους βοσκούς έμεινα περίπου οκτώ μήνες. Λίγο καιρό μετά πήγα στο Γύθειο και ξανασυνάντησα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, οι οποίοι με είχανε για πεθαμένο. Στην πορεία των χρόνων έγινα οικοδόμος, ναυτικός και είδα τα δύο μου παιδιά να μεγαλώνουν και να προκόβουν. Όλα αυτά τα χρόνια δεν πηγαίνω στην τελετή που γίνεται κάθε χρόνο στο Μονοδένδρι. Όποτε περνάω από εκεί ανατριχιάζω. Νιώθω μια παγωμάρα. Ήταν ένα αισχρό έγκλημα που δεν θα τους το συγχωρήσω ποτέ…». Οι 118 με το αίμα τους έγραψαν για μια ακόμη φορά το θρυλικό επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα…».
Την ίδια ημέρα η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Πελοποννήσου ανακοινώνει:
«Ως εξιλεαστικόν μέτρον διά την δειλήν και επίβουλον επίθεσιν ανταρτών εις γερμανικήν φάλαγγα αυτοκινήτων εις τον δρόμον Τριπόλεως – Σπάρτης την 25η Νοεμβρίου 1943, εξετελέσθησαν οι κάτωθι…». Ακολουθεί κατάλογος με 100 ονόματα πατριωτών. Στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται άλλοι 18 πατριώτες, που θα προστεθούν αργότερα στον κατάλογο του ολοκαυτώματος.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη μαζική σφαγή στο Μοριά. Θα ακολουθήσουν άλλες εξίσου φοβερές και ακόμη φοβερότερες στην περιοχή και σ’ όλη τη χώρα. Το άγγελμα της εκτέλεσης, ξαφνικό και αναπάντεχο, προκάλεσε τεράστια κατάπληξη και οργή. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο ομαδικό έγκλημα. Η Σπάρτη ντύθηκε στα μαύρα. Ο πόνος αβάσταχτος. Σχεδόν κάθε σπίτι θρηνούσε και ένα νεκρό. Ο λαϊκός θρήνος απ’ τον χαμό των παλικαριών θα εκφραστεί με μοιρολόγια:
«Αητός στον ήλιο πέταξε μ’ ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ’ αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατόν δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι εσείσθη ο απάνω κόσμος…».
Τέσσερις μήνες μετά το ολοκαύτωμα, στις 13 Μαρτίου
1944, αντάρτικες δυνάμεις θα ξαναστήσουν ενέδρα στο Μονοδένδρι. Θα
εξολοθρεύσουν φάλαγγα οχτώ γερμανικών αυτοκινήτων. Τα θύματα υπολογίζονται σε
περίπου διακόσια. Σε αντίποινα οι Γερμανοί εκτέλεσαν, και πάλι, στο Μονοδένδρι
άλλους 45 Έλληνες.
Μετά την απελευθέρωση η σφαγή των 118 πατριωτών στο Μονοδένδρι αποτέλεσε μέρος του κατηγορητηρίου της Νυρεμβέργης. Μάλιστα υπήρξε το υπ’ αριθμόν 1 στοιχείο του κατηγορητηρίου, με το γενικό σκεπτικό ότι «…τα αντίποινα αποτελούν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου προς τρομοκράτησιν…».
Μετά την απελευθέρωση η σφαγή των 118 πατριωτών στο Μονοδένδρι αποτέλεσε μέρος του κατηγορητηρίου της Νυρεμβέργης. Μάλιστα υπήρξε το υπ’ αριθμόν 1 στοιχείο του κατηγορητηρίου, με το γενικό σκεπτικό ότι «…τα αντίποινα αποτελούν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου προς τρομοκράτησιν…».
ΠΗΓΗ: prologos.gr
No comments:
Post a Comment
Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση
Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.
Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.