ΟΜΙΛΙΑ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΜΠΟΥΜΠΑ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας
και Θρησκευμάτων « Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις» (09/06/2020)
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα διαφοροποιήσω κατά τι την ομιλία μου, γιατί βλέπω ότι δεν παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος.
Ομιλία Κώστα Μπούμπα στη Βουλή για το σχεδίου νόμου
Αναβάθμιση του Σχολείου & άλλες διατάξεις 9.6.20 https://youtu.be/VjN1_PN54FA
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα διαφοροποιήσω κατά τι την ομιλία μου, γιατί βλέπω ότι δεν παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος.
Θα λέγαμε ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια έγιναν
τουλάχιστον πάνω από δέκα, δεκαπέντε αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, όταν
καταργείται η βάση του «10», θεσπίζεται εκ νέου η βάση του «10», μειώνονται και
αυξάνονται τα μαθήματα. Αυτό σημαίνει ότι γίνονται κάποια λάθη τα οποία δεν μας
οδηγούν στο να βελτιώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ο καθείς γνωρίζει ότι η
εκπαίδευση είναι ένα σύνολο ενεργειών, προκειμένου το παιδί να διαπλάσει και
χαρακτήρα, να εμπλουτίσει γνώσεις, αλλά πρωτίστως να κατανοήσει το νόημα της
ζωής.
Και όπως είπα και στην επιτροπή, υπάρχουν μηχανισμοί
ετεροκαθάρισης. Όμως, το παιδί πρέπει να μάθει τις ανθρωπιστικές αξίες. Ουαί
και αλίμονο, αν δώσουμε την αγωγή σε ανθρώπους οι οποίοι δεν καλλιεργούν ήθος,
δεν καλλιεργούν αρχές, προκειμένου να διαπλάσουν έναν χαρακτήρα. Ξέρετε,
υπάρχει μία φιλοσοφία στην εκπαίδευση που λέγεται «το χάος του χείλους». Είναι
όταν ακριβώς ξεχειλίζει το ποτήρι. Αυτό το «χάος του χείλους» οι επιστήμονες
και φιλόσοφοι ανά τους αιώνες το τοποθετούν στα παιδιά ηλικίας 16 έως 18 ετών.
Είναι εκείνα τα παιδιά τα οποία βρίσκονται μεταξύ του ονείρου και της φαντασίας
και αρχίζουν να έχουν σε πρώτη φάση μία τυπική, θα λέγαμε, λογική άποψη. Πολλές
φορές, όμως, αυτά τα παιδιά διαφοροποιούνται ανάλογα με τα γονίδια, τις
καταβολές, το οικογενειακό περιβάλλον και την ιδιοσυγκρασία που έχουν. Άρα,
λοιπόν, εκεί πρωτεύοντα ρόλο θα παίξει η οικογένεια και δεύτερο, αλλά εξίσου
σημαντικό, ρόλο θα παίξει ο παιδαγωγός και το σχολείο.
Όλα αυτά τα χρόνια φτιάχνουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα
στο οποίο τα παιδιά δεν αγαπούν το σχολειό, λόγω ακριβώς κάποιων συνθηκών για
τις οποίες δεν ευθύνεται πρωτίστως ο παιδαγωγός, ο οποίος βέβαια έχει και αυτός
ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Σήμερα φτάσαμε στο σημείο να μιλάμε στο άρθρο 1 για
τις δεξιότητες, αλλά από μία ηλικία που πρέπει πραγματικά να αναμοχλεύσουμε και
να δούμε από ποια ηλικία και μετά μπορούμε να βάλουμε αυτές τις
δεξιότητες.
Βεβαίως, επίσης, να δούμε και να συζητήσουμε το άρθρο
2 που μιλάει για τα αγγλικά στο νηπιαγωγείο. Τα αγγλικά μπορεί να διευρύνουν εν
μέρει τη σκέψη, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει χωρίς τα παιδιά να ξεχάσουν τη
θεμελιώδη αρχή εκφοράς της ελληνικής γλώσσας.
Όσον αφορά το άρθρο 3, εμείς ως Ελληνική Λύση θα
θέλαμε τα αρχαία ελληνικά τα οποία δεν είναι μία ξένη γλώσσα, αλλά είναι η
γλώσσα μας. Επτά γενιές μάς χωρίζουν πρωτίστως για να διεισδύσουμε περισσότερο
σε αυτό που λέγεται «αρχαιοελληνικό πνεύμα», «αρχαιοελληνική γλώσσα».
Ξέρετε, καλό θα ήταν από την εποχή του αείμνηστου
Γεωργίου Ράλλη και εν συνεχεία του Απόστολου Κακλαμάνη, της Μαριέττας Γιαννάκου-Κουτσίκου,
της Άννας Διαμαντοπούλου, του Γιώργου Παπανδρέου, του Γιώργου Σουφλιά, του
Ανδρέα Λοβέρδου, να υπήρχε μία εθνική, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, αρχή
συμπόρευσης της παιδείας. Έτσι, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε όλους αυτούς τους
προηγούμενους Υπουργούς Παιδείας -όσους φυσικά είναι εν ζωή- τι λάθη έκαναν,
ώστε μέσα από τα λάθη να μπορέσουμε να βελτιώσουμε αυτό το εκπαιδευτικό
σύστημα.
Πάμε σε ένα δημοτικό το οποίο είναι μία προετοιμασία
για τα φροντιστήρια, τα πρώτα φροντιστήρια του γυμνασίου. Πάμε μετά στο
γυμνάσιο, το οποίο είναι ένας προθάλαμος για το πώς θα κάνουμε φροντιστήρια και
παραπαιδεία στο λύκειο. Και όλα αυτά με ποιον απώτερο σκοπό; Να μπούμε σε ένα
πανεπιστήμιο το οποίο όμως εκτός από το «επίσταμαι» δεν έχει να μας δώσει άλλα
εφόδια, προκειμένου να έχουμε τα αντιγόνα-αντισώματα.
Αν ξεκινήσουμε από τα φιλίτια ή φειδίτια στην
Αρχαία Σπάρτη ή τα συσσίτια στην Κρήτη ή γενικότερα από το παιδαγωγικό σύστημα
των αρχαίων Ελλήνων, θα πρέπει γενικότερα το παιδί να έχει μία ώριμη πολιτική
σκέψη. Πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσεις πρώτα από προσλήψεις εκπαιδευτικού
προσωπικού. Μπήκα σε έναν πίνακα και διαπίστωσα ότι από το 2010 έχουν
αποχωρήσει σαράντα χιλιάδες εκπαιδευτικοί, χωρίς αυτές οι θέσεις να έχουν
πληρωθεί. Αυτοί οι εκπαιδευτικοί έχουν αποχωρήσει όχι για να συνταξιοδοτηθούν,
αλλά αφήνουν τη σιγουριά, διότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τις συνθήκες κάτω
από τις οποίες εργάζονται. Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας
προβληματίσει;
Μιλάμε για μία μοριοδότηση, η οποία βάζει ένα πλαφόν
απέναντι σε δυσπρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές που είναι περιοχές άλλης
ταχύτητας εκπαιδευτικού έργου, τις οποίες πρέπει να πριμοδοτήσουμε με
περισσότερους εκπαιδευτικούς και να τους δώσουμε τα εχέγγυα, ώστε να μην
υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε «πληβείους» και «πατρίκιους» μαθητές.
Μιλάμε για τα πειραματικά και πρότυπα σχολεία.
Μπορούμε να συμφωνήσουμε. Όμως, πολύ φοβούμαστε ότι θα υπάρχουν κοινωνικές
διακρίσεις, ότι θα δίδεται βαρύτητα μόνο στα πρότυπα ή στα πειραματικά -βάζω το
διαζευκτικό «ή»- και θα μείνουν στο περιθώριο τα άλλα σχολεία. Προς τι; Είπαμε
ότι ο σωστός ρόλος ενός σχολείου είναι το πειραματιζόμενο σχολείο που έχει μια
μετοχή προσπάθειας, που έχει έναν αποπειρατικό ενεστώτα. Επομένως, δεν είναι το
πειραματικό που είναι δύσκαμπτο, που είναι κλισέ και που δεν μπορεί να
προσφέρει τόσο στον μαθητή. Εγώ θέλω τον μαθητή ψαγμένο. Αν, λοιπόν, δεν πάμε
σε βιβλία ψαγμένα και ευανάγνωστα, πώς μπορεί να γίνει κτήμα η γνώση και η
κριτική σκέψη;
Ξέρετε, η παιδεία πρέπει να συνθέτει προτάσεις
λογικής, αλλά και προτάσεις καρδιάς. «Όσο κι αν τρέχει ο νους…», λέει, «…δεν
φτάνει την καρδιά». Δεν πρέπει να λείψει το συναίσθημα. Δηλαδή μας
προβληματίζει όλους το άρθρο 5 περί διαγωγής; Πώς εννοούμε τη διαγωγή; Ακούω
-ήμαρτον, θα το πω έτσι και ας με συγχωρέσετε- να λέτε για πιστοποιητικό
κοινωνικών φρονημάτων τη διαγωγή. Η διαγωγή είναι η συμπεριφορά, είναι η
ευγένεια, είναι το ήθος, είναι η αρετή, είναι οι αρχές. Γιατί, δηλαδή, μας
προβληματίζει τόσο πολύ η διαγωγή; Έχει σημασία πώς τη συνθέτουμε, πώς τη
φιλτράρουμε και πώς την επεξεργαζόμαστε.
Ξέρετε, ποιος είναι ο καλύτερος κριτής για τον
δάσκαλο; Είναι βαριά η έννοια «δάσκαλος», βαριά και ασήκωτη. Ο δάσκαλος
εμπεριέχει αυτόν τον ρόλο που πρέπει να συνδέσει το παιδί με την κοινωνία, με
το περιβάλλον, με όλο αυτό το κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι πολύ βαρύς αυτός ο
όρος και πρέπει πραγματικά να μιλήσουμε για αναβάθμιση του εκπαιδευτικού
συστήματος, αλλά πρωτίστως για αναβάθμιση του δασκάλου.
Είναι δυνατόν να μιλάμε σήμερα για εκπαίδευση, όταν θα
έχουμε κενά που θα καλύπτονται από καθηγητές-αναπληρωτές; Και γνωρίζετε ότι το
Υπουργείο θεωρεί τους αναπληρωτές ως πανάκεια, γιατί κερδίζει σε χρήμα, με
αποτέλεσμα να προχωρά σε πρόσκαιρες προσλήψεις. Επίσης, εδώ ήμασταν με τον κ.
Δελή που κάναμε ερώτηση για τις σχολικές καθαρίστριες. Όταν, λοιπόν, δεν λύνεις
επιμέρους ζητήματα υλικοτεχνικής υποδομής και δεν δημιουργείς ένα ευχάριστο
περιβάλλον στο σχολείο, πώς θέλετε να μιλάμε για αναβάθμιση; Θα είναι σισύφεια
η προσπάθεια και δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε πολλά πράγματα.
Εγώ, όπως είπα και στην ομιλία μου στην επιτροπή, θέλω
το παιδί να ξέρει τη σημασία της Μάχης των Θερμοπυλών το 480 π.Χ., θέλω εκτός
από τους τριακόσιους Σπαρτιάτες να ξέρει και τους επτακόσιους Θεσπιείς και τον
Δημόφιλο, θέλω να ξέρει ποιος ήταν ο Γεώργιος Τσερτσέτης ή ο Αναστάσιος
Πολυζωίδης στη δίκη του Κολοκοτρώνη. Θέλω να ξέρει την προπαγάνδα που γίνεται
για τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν», τον Τέλλο Άγρα, τον Αντύπα, τον
Μίκη Ζέζα, για να μπορεί να έχει κριτική σκέψη.
Δεν έγινε κουβέντα για τα σχολεία της ομογένειας.
Δράττομαι της ευκαιρίας να σας πω ότι αυτή τη στιγμή στη Χειμάρρα ο
χειμαζόμενος Έλληνας εκεί -για να βάλω και αυτόν τον τίτλο- δεν έχει σχολείο.
Μάλιστα, η κυβέρνηση Ράμα παίρνει τα χωράφια από τους Βορειοηπειρώτες στην
αλβανική Ριβιέρα για να κάνει δρόμο. Δεν ξέρω, αν το Υπουργείο Εξωτερικών
πρέπει να πάρει θέση και να μας πει τι γίνεται. Στην Κορυτσά υπάρχει ένα
ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτήριο «ΟΜΗΡΟΣ», που παρέχει εκπαιδευτικό
έργο. Και έχουμε αφήσει τους δορυφόρους, έχουμε αφήσει τα σχολεία της
ομογένειας, τα πέντε που λειτουργούν στην Κωνσταντινούπολη, τα δύο στην Ίμβρο
και την Τένεδο -γιατί τα υπόλοιπα αφανίστηκαν- και τους έχουμε στο
περιθώριο.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου
ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Πρέπει να διδαχτούμε -και κλείνω με αυτό, κύριε
Πρόεδρε- από όλα αυτά, όπως πρέπει να διδαχθούμε και από την πανδημία, από την
οποία, όπως φαίνεται, δεν έχουμε διδαχθεί. Διότι μετά από κάθε πανδημία,
υπήρχαν ριζικές αλλαγές. Το 430 π.Χ., όταν πέθανε ο Περικλής και η οικογένειά
του, άλλαξε το εκπαιδευτικό σύστημα στην αρχαία Αθήνα και το υδραγωγείο. Το 541
μ.Χ. επί Ιουστινιανού στη μαύρη πανώλη, ο Ιουστινιανός ύψωσε τα τείχη της
Βασιλεύουσας. Το 1352 με το «quaranta giorni», τους Ενετούς, άλλαξε όλο το
εκπαιδευτικό σύστημα, όπως και το 1630 στο Μιλάνο.
Όμως, μπορείτε να δείτε τι έγινε και εδώ στην Αθήνα το
1918 με την ισπανική γρίπη. Χώρια που οι καπνεργάτες έχασαν τη δουλειά τους, τα
σχολεία είχαν πρόβλημα. Επίσης, μπορείτε να δείτε τι έγινε το 1957 με την
ασιατική γρίπη, το 1968 με τη γρίπη του Χόνγκ Κόνγκ και το 1977, όπου είχαμε
αλλαγή συστήματος στη Μόσχα, το 1989 και μετά, το 2003 με τον SARS, αλλά και το
2009 και το 2012.
Δεν παραδειγματιστήκαμε από την ιστορία. Γι’ αυτό
πρέπει να βάλουμε τον ακρογωνιαίο λίθο για τα παιδιά μας. Είναι υποχρέωσή μας
να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Η υγεία, που είναι άμυνα του
οργανισμού, άμυνα γνώσης και εκγύμνασης μυαλού, θα πρέπει να μας προβληματίσει
όλους. Είναι χρέος όλων μας και όχι μόνο της εκάστοτε κυβέρνησης. Πρέπει να
υπάρχει εθνικό συμβούλιο πολιτικής αρχής, πολιτικής αξίας και όλοι μαζί μέσα
από σύνθεση απόψεων να αποφασίζουμε για το φυτώριο της Ελλάδος, που είναι τα
παιδιά μας.
No comments:
Post a Comment
Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση
Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.
Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.