Monday, January 28, 2019

Οδυσσέας Ελύτης «Τέχνη – Τύχη – Τόλμη». Απόσπασμα. Ανοιχτά χαρτιά

ΤΕΧΝΗ – ΤΥΧΗ – ΤΟΛΜΗ, δεν είναι άλλες, είναι οι τρεις αυτές περίφημες λέξεις που μου ρχονται κάθε φορά στο νου, όταν ετοιμάζομαι ν' ανοίξω ένα γράμμα, κι αργοπορώ, κοιτάζοντας τη μεγάλη και τυπική σφραγίδα των Τ.Τ.Τ. Τη δικιά μου σφραγίδα είναι καιρός τώρα που την κουβαλώ με αδικαιολόγητην υπερηφάνεια χαραγμένη επάνω στο δέρμα μου και συνήθισα πάντα να τη διαβάζω σύμφωνα και μόνο με τα αισθήματα που μου την εμπνεύσανε.
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, οι τρεις αυτές λέξεις, συνοδεύοντας πεισματικά το περιεχόμενό τους, γίνανε αμέσως-αμέσως δορυφόροι άσβηστοι γύρω από την πρώτη μου εφηβεία, γύρω από την πρώτη μου αντίληψη του κόσμου, δορυφόροι που ακόμη κι ώς τα σήμερα, με αποκορυφωμένη ένταση, δεν παύουν να μου είναι πιστοί. Ωστόσο, ανάμεσα σ' όλα τα κυματιστά, μονά ή ζυγά, χρόνια που μας φέρνουν πιο κοντά ή πιο μακριά σ' εκείνα που αγαπούμε, δεν είναι —ας τ ομολογήσουμε— και μερικά που, σάμπως ν' ανάβει άξαφνα μέσα τους ένας λαμπτήρας από ισχυρότατο φως, ανεβαίνουνε μονομιάς πάνω από την επιφάνεια και ξεχωρίζουνε αποφασιστικά; Δεν είναι αυτά που, χάρη στο πυκνό τους περιεχόμενο, αποχτούνε μια σμαραγδένια λάμψη και στερεότητα και περνιούνται σα δαχτυλίδια θύμησης δημιουργικής στα δάχτυλα όσων ανθρώπων θέλησαν μια μέρα να βαδίσουν έξω από την κοινή γραμμή — πιο ψηλά ή πιο χαμηλά, αδιάφορο, πάντα όμως προς κάποιαν εφικτήν ή ανέφικτη κατάκτηση;
Για μένα, σήμερα, τη στιγμή τούτη που γράφω, η χρονιά του 1935, σημαδεμένη από την πρώτη μου επαφή με την ελληνική φύση, την πρώτη μου γνωριμία κι εφαρμογή του Υπερρεαλισμού, την ανακάλυψη του ζωγράφου Θεόφιλου, την έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων φίλων μου ποιητών, και το φανέρωμα ενός τολμηρού για την Ελλάδα περιοδικού όπως τα Νέα Γράμματα, σβήνει και ξανανάβει σα φαροφόρα σημαδούρα στο μικρό πέλαγος όπου αγαπώ παντοτινά μου να ταξιδεύω. Θέλω να φαντάζομαι ότι κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα δει τ' ασήμαντα αυτά γεγονότα σα σημαντικά, μια που δεν αποτελούν τις πτυχές ενός ιδιωτικού βίου αλλά τους πυρήνες μιας κατάστασης πέρα για πέρα αντικειμενικής.
Υπάρχουνε στη ζωή του ανθρώπου στιγμές που μ ένα τους βιαστικό και ασύλληπτο ανοιγοσφάλισμα δείχνουν λουσμένο σε φως παράξενο το γύρω του κόσμο, γυμνωμένο από την καθημερινή του σημασία και φανερωμένο με μιαν άλλη, μια πρωτοείδωτη —την αληθινή του άραγε;— φυσιογνωμία. Υπάρχουν στιγμές όπου τα πράγματα και τα γεγονότα, όσα μοιάζουν να ορίζουν στεγνά κι αδυσώπητα το δρόμο του, βγαίνουνε από την τροχιά τους για να λάμψουνε μ ένα άλλο νόημα και μ' έναν άλλο προορισμό στιγμές όπου ο άνθρωπος βλέπει άξαφνα τον εαυτό του να βαδίζει σε μονοπάτια που ποτέ του δε διάλεξε, κάτω από δεντροστοιχίες που του είναι αδύνατον ν' αναγνωρίσει, πλάι σε ανθρώπους που ορθώνονται στο ανάστημα των ολοφάνερων αισθημάτων του, για να γίνουν οι φίλοι, οι φίλοι του, όπως θα ήθελε πάντοτε να υπάρχουν και να τον προσμένουν εκεί, σε μια πικρή γωνιά της ζωής του. Κανένα ξένο στοιχείο, καμιά υπεραισθητή παρουσία δεν έρχεται να δικαιολογήσει την παράξενη ετούτη τροπή που παίρνει, σε παρόμοιες στιγμές, ο κόσμος. Απλά, γήινα, ανθρώπινα, είναι τα ίδια πράγματα, οι ίδιες πράξεις που παρουσιάζονται σε μια δεύτερη κατάσταση, πιο αληθινή απ' την πρώτη, μια κατάσταση που, για να την ξεχωρίσουμε, θα 'πρεπε να την ονομάσουμε «υπερπραγματική».
Α μα γιατί λοιπόν ώς τώρα είχαμε δώσει μια γλώσσα μονάχα στον κόσμο, γιατί του 'χαμε δώσει ένα μονάχα τρόπο να εκφραστεί; Γιατί του 'χαμε καταλογίσει μιαν όψη μονάχα, κι εκείνη κομματιασμένη, ανάπηρη, μετρημένη αποκλειστικά πάνω στη λογική μας, και την είχαμε ονομάσει ωραία-ωραία «πραγματικότητα»; Και γιατί, στο όνομα της πραγματικότητας αυτής, δεν επιτρέπαμε τίποτα που να την υπερβαίνει;
Να μια διαπίστωση, που όσες φορές αναγκάζομαι να την κάνω, μια στεναχώρια συνοδεύει, σαν ίσκιος μεγάλου ρολογιού του ήλιου, την άκρη της πένας μου.
Μόνος στα σύνορα του πανικού και της γοητείας ο ποιητής, χτυπημένος από μια τέτοια φευγαλέα αποκάλυψη, παθαίνεται να ταιριάσει την ανάσα του στο καινούριο κλίμα που του αποκαλύφτηκε· ματώνεται να δώσει έκφραση σ' αυτή τη μυστική γεύση, την απροσδιόριστην ουσία, την αθάνατη χροιά που μονομιάς είδε να παίρνουνε τα στοιχεία του κόσμου μέσα του. Αποτιμώντας από κει και πέρα με διαφορετικό τρόπο τη ζωή, αναμετράει με οδύνη την απόσταση που τον χωρίζει από τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Βλέπει την πλειοψηφία τούτη, περιχαρακωμένη σ' ένα χώρο συμβατικό, ν' απωθεί τόσο απελπιστικά, τόσο λυσσαλέα ό,τι θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη στα πιο ουσιαστικά της προβλήματα, που καταλαβαίνει πως είναι γραφτό του να φορτωθεί μαζί με τον καημό της έκφρασης κι έναν άλλον ακόμη — τον καημό της κατανόησης, ανίσως όχι τη μοίρα της μοναξιάς. Έτσι συμβαίνει πάντοτε: ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του άνθρωποι παραπλανημένοι επιμένουν να κρατάνε καλά κλειστή μια πόρτα που από καιρό τώρα έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της. Όμως αν από την εποχή του Ηράκλειτου δεν έσβησε ποτέ η συνείδηση της διαμάχης ανάμεσα στη συντήρηση και στη μεταβολή, ανάμεσα στη φυσιολογική και τη μη φυσιολογική ζωική εξέλιξη, πρέπει να ομολογηθεί ότι η διαμάχη τούτη σήμανε πρώτη φορά στον αιώνα μας μ' όλο το βάρος της σημασίας της, επιβάλλοντας στους σύγχρονους καλλιτέχνες να τοποθετήσουμε το αιώνιο στοιχείο της ομορφιάς στο αεί μεταμορφούμενο σημείο της ανθρώπινής της ροής, να νιώσουνε, με άλλα λόγια, πόσο η αλήθεια ετούτη ήταν και της ίδιας της υπόστασης τους ο αιώνιος νόμος. Ανάγκη, και μάλιστα σκληρή, οδήγησε τους ίδιους αυτούς, μ' επαναστατική σημαία στο χέρι, ν' αναθεωρήσουνε την κληρονομιά τους, και ν' αναλάβουν μια ριζική ανακατάταξη των αξιών. Ας χαρακτηρίστηκε από μερικούς σα δίψα της απερίσκεπτης νεότητας ν' ανοίξει, όπως-όπως, ένα δρόμο μπροστά της. Η αλήθεια είναι ότι τόσο στις χώρες των πρώτων εποχών, ή των παραμελημένων περιοχών της Τέχνης, όσο και στις λησμονημένες από τη σεμνοτυφία μεταγενέστερων γενεών σελίδες της Λογοτεχνίας και της Ποίησης οι «μοντέρνοι» πράξανε κείνο που τους έλεγε η γνώση τους κι η καρδιά τους· κι είτε ανασύρανε από την αφάνεια πολλά έργα με αξία ουσιαστική είτε με φανατισμό δικαιολογημένο ποδοπατήσανε μερικά αξιοθρήνητα κατασκευάσματα που είχανε καταφέρει, πρόσκαιρα, να βασιλέψουν.
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, ε ναι λοιπόν! Τέχνη, αφού, καλά ή κακά, θέλουμε να δώσουμε μια διέξοδο στην πυθική σπίθα, που δεν κοιτάει την ώρα να γίνει Λόγος και να μπει επικεφαλής μιας καινούριας αποτίμησης του κόσμου· και Τύχη, αφού είναι αυτή που θα σμίξει τα χρώματα και τα σχήματα, τις ευωδιές και τους ήχους, την καρδιά μας και την καρδιά του Σύμπαντος σ' ένα σημείο, το λυρικό σημείο που ονειρευόμαστε· και Τόλμη, αφού κάθε βήμα σωστό μέσα στην κοινωνία αυτή γραφτό είναι ν' αφήνει πίσω του αίματα, καπνούς, και δάκρυα…
Μίλησα για το 1935. Νά που ήρθε λοιπόν η ώρα να γυρίσω στο «γράμμα» και στο «πνεύμα» του, να ξαναφέρω την αίγλη της πρωτοχρονιάς του εδώ, στη στιγμή τούτη που, με τη σειρά της κι αυτή, ετοιμάζεται να πηδήσει πιο μπροστά σαν ακρίδα – κι ας φαντάζει στο βάθος ο κάμπος σκοταδερός και γεμάτος λογής κινδύνους. Είναι φορές που, μα την αλήθεια, η ζωή δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει την ανυπομονησία της, είτε με το πέταλο ενός αλόγου επάνω στο λιθόστρωτο είτε με το βλέμμα ενός αμούστακου ακόμη παιδιού επάνω στις μορφές των αινιγματικών γυναικών και των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων.
Θυμούμαι ότι με τον ίδιο τρόπο που μια ωραία μέρα οι αρχαίοι λυρικοί, από τη μια, ο Κάλβος και ο Καβάφης, από την άλλη, ξύπνησαν πρώτη φορά το ενδιαφέρον μου για την ποίηση, δύο Γάλλοι σύγχρονοι ποιητές, όχι από τους πιο μεγάλους, ο Paul Eluard και ο Pierre-Jean Jouve —ποιητές που από τότε έταξα στον εαυτό μου (κι αργότερα επέτυχα πρώτος) να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό—, μ' ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση.
Δεν είχα φτάσει ακόμη στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου όταν, σπρωγμένος έν' απόγεμα από την απροσανατόλιστη βιβλιοφιλία μου, είχα χωθεί στο παλιό και σκοτεινό μαγαζάκι του Κάουφμαν, ξεφυλλίζοντας λογής περιοδικά και βιβλία, όμως αποφεύγοντας μ' επιδειχτική περιφρόνηση τα ποιητικά, που —το θυμάμαι σα σήμερα— τα σφιγμένα στις ρίμες των τετραστίχων τους περιεχόμενα μου 'διναν την εντύπωση μιας δεσμευτικής, κι ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενης, αισθηματολογίας, ασυμβίβαστης ολότελα με τις τότε ανταρτικές διαθέσεις μου. Ο πειρασμός, παρ' όλ' αυτά, της πολυτέλειας, κι ακόμη η παράξενη γοητεία που έπνεε πίσω από τα μαύρα και κόκκινα κεφαλαία μερικών εξωφύλλων, κατανικήσανε τους στερνούς μου δισταγμούς: Capitale de la Douleur, Défense de Savoir, Les Noces… ναι, άρχισα να τα φυλλομετρώ ένα-ένα… και…
Την πολυτέλεια, δεν είναι ανάγκη να το πω, παραμέρισαν αμέσως ο ανάλαφρος ίλιγγος και η πρωτοδοκίμαστη σαγήνη που αναπηδούσανε από κάθε διάβασμα μερικών, στην τύχη παρμένων, στίχων που με συνέπαιρναν, όχι πια χάρη στο ρυθμικό ισόμακρό τους λίκνισμα, αλλά —κι αυτό ήταν το σπουδαίο— χάρη στη μαγική κι αιφνιδιαστική κατακύρωση ενός άλλου κόσμου, κόσμου διαφορετικού, που ζούσε γύρω μου ή μέσα μου και δε ζητούσε παρά με ποιο τρόπο να εκδηλώσει καλύτερα την πραγματικότητά του. Κι αυτός ο τρόπος είχε βρεθεί. Μονομιάς οι άνθρωποι αυτοί, που κυκλοφορούσανε κάθε μέρα γύρω μου, οι πραχτικοί και ικανοποιημένοι, άρχισαν να γίνονται στα μάτια μου ξόανα, ξόανα που κανένας Θεός δεν όριζε να μιμηθώ ή να εξυπηρετήσω. Τί διάβολο γιατρός, μηχανικός ή δικηγόρος θα γινόμουνα μεθαύριο, νιώθοντας πως μια και μόνο εμπνευσμένη φράση μπορούσε να ξαναεμπνεύσει χιλιάδες άλλες, που χωρίς τελειωμό ν' αστράφτουν μες στη διάρκεια; Le poéte doit être beaucoup plus celui qui inspire que celui qui est inspiré. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν είδα τον Éluard να μιλάει με τόση αυτοπεποίθηση, θυμήθηκα τη στιγμήν εκείνη που, όρθιος, μέσα στο βιβλιοπωλείο, διάβαζα:
Si tu t' en vas la porte s' ouvre sur le jour
Si tu t' en vas la porte s' ouvre sur moi-même.
Ήμουν ακατατόπιστος αλλά δεν ήμουν κακόπιστος. Δε μου πέρασε ποτέ από το νου να πάρω υποδεκάμετρο και να λογαριάσω πόση έπρεπε να 'ταν η πόρτα που θ' άνοιγε πάνω στη μέρα ούτε αν μπορούσε ποτέ της να κατασκευαστεί μα τέτοια πόρτα· για μένα, η πόρτα αυτή υπήρχε, κι εγώ, με τις μικρές μου δυνάμεις, όφειλα να βοηθήσω ν' ανοιχτεί. Από τη χαραμάδα της κιόλας ξεχυνόταν ένα μελτέμι αισθήματα, που ριχνόταν κατάστηθα.
Ένας κόσμος αληθινός αλλά καταδικασμένος να μένει στην αφάνεια· για τους περισσότερους, ανυποψίαστος· και για μερικούς, ορατός μια στιγμή μονάχα, εκεί, στην κορυφή του έρωτα ή της απελπισίας. Ένας κόσμος αρμονισμένος στα πιο κρυφά, στα πιο άγρια, στα πιο ελεύθερα αισθήματά του, μα, ωστόσο, κλεισμένος πίσω από πελώριες τάφρους μοναξιάς, η τρελή θέληση του ανθρώπου να μη σκύψει ποτέ του κεφάλι, αλλά να μπει στην ψυχή του διπλανού του, και μαζί να παλινορθώσουνε τα τρομερότερά τους όνειρα· να του δώσουνε σάρκα κι αίμα από τη σάρκα τους και το αίμα τους. Η συνεννόηση των καρδιών. Θα τη φτάναμε; δε θα τη φτάναμε;
Η ιδανική επικοινωνία, εκείνη που ακολουθεί το συντομότερο δρόμο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, εννοώ μια επικοινωνία που να νιώθεται ολοκληρωτικά όπως η ζεστασιά ή το κρύο, συγκλονιστικά όπως ο έρωτας ή ο τρόμος, μυστηριακά όπως η βουή του δάσους ή της θάλασσας, θα μπορούσε ποτέ να γίνει όργανο και σκοπός της λυρικής ποίησης;

Cityportal Team: 19 Ιανουαρίου 2019
Πηγή: cityportal.gr

No comments:

Post a Comment

Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση

Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.

Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.