Monday, May 20, 2013

«Η μεγαλούπολη αποτελεί το φυσικό κέντρο του αστυνομικού μυθιστορήματος»

«Οι αστυνομικοί συγγραφείς στη σύγχρονη Ελλάδα έχουν συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στην αστυνομική λογοτεχνία διεθνώς και ακολουθούν το ρεύμα» λέει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Φίλιππος Φιλίππου: «Αν προσπαθήσουν να γυρίσουν στην εποχή της 'Αγκαθα Κρίστι, με αινίγματα, γρίφους, ίχνη από βήματα στον κήπο και πλαστές διαθήκες, θα γελοιοποιηθούν».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Αναγνωρισμένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά και ιστορικών βιογραφιών, ο Φ. Φιλίππου μιλάει στο πρόσφατο βιβλίο του «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» (εκδόσεις Ψυχογιός) για τον άνθρωπο Παλαιολόγο. Ο συγγραφέας, που ήδη ετοιμάζει την επόμενη ιστορική βιογραφία του (θα είναι για τον Καζαντζάκη και θα έχει τίτλο «Ο θάνατος του Ζορμπά»), δηλώνει στη συνέντευξή του αισιόδοξος για τους νεώτερους αστυνομικούς συγγραφείς, οι οποίοι παρακολουθούν από κοντά τις ξένες τάσεις, και συμπληρώνει πως η μεγαλούπολη αποτελεί το φυσικό κέντρο του αστυνομικού μυθιστορήματος παλαιότερων και νεώτερων.
Ερ: Είστε από τους πρώτους αστυνομικούς συγγραφείς της μεταπολίτευσης που προσέδωσαν στο νουάρ σαφή πολιτικοκοινωνικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια τάση η οποία ξεκινάει στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1970 και συνιστά σήμερα διεθνώς τον κανόνα. Πώς τοποθετείτε τη δουλειά σας και ευρύτερα το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Απ: Η τάση να γράφουν οι αστυνομικοί συγγραφείς νουάρ ιστορίες με πολιτικές και κοινωνικές επισημάνσεις ξεκίνησε από τη Γαλλία με τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ και στην Ισπανία με τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Στην Ελλάδα ήρθε λίγο καθυστερημένα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Θα έλεγα πως οι Έλληνες –και οι Ελληνίδες– αστυνομικοί συγγραφείς έχουν συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί ανά τον κόσμο σε αυτό τον τομέα και ακολουθούν το ρεύμα. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Αν προσπαθήσουν να γυρίσουν στην εποχή της 'Αγκαθα Κρίστι, με αινίγματα, γρίφους, ίχνη από βήματα στον κήπο και πλαστές διαθήκες, θα γελοιοποιηθούν. Επομένως, με τη σειρά μου, δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτό τον ευρωπαϊκό κανόνα και γράφω για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, τα οποία είναι πολύ ενδιαφέροντα και μπορούν να αναπλαστούν λογοτεχνικά.
Ερ: Έχετε γράψει κατ’ επανάληψη πως όλοι οι αστυνομικοί συγγραφείς της μεταπολίτευσης έχουν επηρεαστεί έντονα από τον Γιάννη Μαρή. Ο Μαρής, όμως, είναι περισσότερο προσανατολισμένος στην παραδοσιακή ιστορία μυστηρίου. Πώς συμβιβάζεται κάτι τέτοιο με τη στροφή των διαδόχων του προς το νουάρ; Απ: Ο Γιάννης Μαρής έχει γράψει αστυνομικές ιστορίες, επηρεασμένος κυρίως από τον Ζορζ Σιμενόν, την Κρίστι και τον Τζέιμς Τσέιζ, έχει γράψει όμως και κατασκοπικά θρίλερ και ερωτικές περιπέτειες. Οι πρεσβύτεροι διάδοχοί του, οι αστυνομικοί συγγραφείς που έχουν περάσει τα πενήντα και τα εξήντα, όπως εγώ (οι νεότεροι μάλλον δεν τον ξέρουν καλά, ίσως διαβάζουν τώρα τις επανεκδόσεις των βιβλίων του), έχουν πάρει στοιχεία από αυτόν και τα έχουν αξιοποιήσει καταλλήλως. Διότι ο Μαρής μιλάει για τις κοινωνικές ανισότητες, για τον λαό και το Κολωνάκι, για το Ψυχικό και τις φτωχογειτονιές του Πειραιά, για νεόπλουτους και επιχειρηματίες, για κοινωνικά παράσιτα και για σκληρά εργαζόμενους. Ως δημοσιογράφος βίωνε τα πάθη και τις πληγές τη μετεμφυλιακής Ελλάδας και γνώριζε από τα μέσα τόσο εκείνους που μοχθούσαν για την επιβίωση όσο και τους άλλους που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις τρύπες του συστήματος. Το μόνο που δεν έκανε ήταν να μιλήσει για πολιτική, δεν ήθελε να ξύνει πληγές. 'Αλλωστε στην εποχή του το αστυνομικό ανάγνωσμα δεν είχε αποκτήσει ακόμα την κοινωνική του διάσταση. 'Αρα δεν πρόκειται για στροφή των διαδόχων του, οι οποίοι απλώς προέκτειναν τη δική του ματιά στα πράγματα, μιλώντας για καταστάσεις που βιώνουν οι ίδιοι.
Ερ: Η παρουσία της μεγαλούπολης (είτε πρόκειται για την Αθήνα είτε για τη Θεσσαλονίκη) είναι κυριαρχική στα βιβλία σας: από τον «Κύκλο θανάτου» (1987) και το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» (1988) μέχρι το «Μαύρο γεράκι» (1996) και το «Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες» (2009). Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει η πόλη στο έργο σας; Να θυμίσω ότι στον «Οργισμένο έφηβο» (2010) εξυμνείτε την Αθήνα της δεκαετίας του 1960.
Απ: Γεννήθηκα στην Κέρκυρα αλλά μεγάλωσα και ανδρώθηκα στην Αθήνα. Είναι πολύ φυσικό τα σημαντικότερα βιώματά μου να είναι αστικά, οπότε τα μεταφέρω στο χαρτί με τη μορφή αστυνομικής αφήγησης. Εδώ που τα λέμε, η πόλη, και ειδικότερα η μεγάλη πόλη, είναι το φυσικό περιβάλλον των εγκληματιών, των παρανόμων και των διωκτών τους. Στην επαρχία γίνονται διαφορετικών ειδών εγκλήματα, κυρίως φόνοι για λόγους τιμής, συμφέροντος και κτηματικών διαφορών. Ακόμα και σήμερα.
Η πόλη αντιπροσωπεύει τον λαβύρινθο, όπου εμείς οι κάτοικοί της προσπαθούμε να επιβιώσουμε και ακόμα περισσότερο να βρούμε τον μίτο για να ξεφύγουμε από τα καθημερινά αδιέξοδα, υπαρξιακά και άλλα. Και για να το πω πιο ποιητικά: την πόλη την κουβαλάμε μέσα μας, μας ακολουθεί.
Ερ: Στο «Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες» εκτός από την αστυνομική δράση υπάρχει και μια έντονη διάσταση παρωδίας με ένα συνεχές παιχνίδι λογοτεχνικών ονομάτων, από το οποίο δεν λείπει και μια διάθεση μαύρης διακωμώδησης των ηρώων. Πόση παρωδία αντέχει το αστυνομικό μυθιστόρημα; Απ: Ναι, υπάρχει σε αυτό μια διάσταση παρωδίας, αλλά κυρίως είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο αφηγητής θέλει να διακωμωδήσει μερικά πράγματα, όπως για παράδειγμα της τους έρωτες μεσήλικων ανδρών και γυναικών ή τα ευπώλητα αισθηματικά μυθιστορήματα. Το παιχνίδι με τα λογοτεχνικά ονόματα το έχω κάνει κι αλλού, επειδή ήθελα να διασκεδάσω εντελώς αθώα με την έκπληξη του αναγνώστη, καθώς αντικρίζει στο κείμενό μου γνωστά ονόματα που τα γνωρίζει καλά ή λιγότερο καλά. Δηλαδή, είχα την πρόθεση να παρωδήσω την πραγματικότητα και όχι τα ονόματα των λογοτεχνών, τους οποίους θαυμάζω και συμπαθώ. Δεν θα ασχολιόμουν καθόλου με πρόσωπα που δεν έχουν καλή ιδέα για το χιούμορ και μπορούσαν να παρεξηγηθούν και να τα βάλουν μαζί μου. Ειλικρινά δεν έχω σκεφτεί αν το αστυνομικό μυθιστόρημα αντέχει και πόσο την παρωδία.
Ερ: Δεν είστε μόνο αστυνομικός συγγραφέας, αλλά και συστηματικός κριτικός της αστυνομικής λογοτεχνίας. Υπό αυτή σας την ιδιότητα πώς θα αξιολογούσατε τις νεώτερες γενιές αστυνομικών μυθιστοριογράφων; Απ: Υπάρχουν νέοι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, άντρες και γυναίκες, που καλλιεργούν το είδος με αγάπη και έχουν δώσει θαυμάσια δείγματα γραφής.
Πρόκειται για νέα παιδιά γύρω στα τριάντα, αλλά και διανοούμενους μεγαλύτερης ηλικίας που άργησαν να εμφανιστούν στο λογοτεχνικό στερέωμα. Δεν θα αναφέρω ονόματα διότι ενδεχομένως να ξεχάσω κάποιους. Όλοι αυτοί γνωρίζουν καλά τα παγκόσμια λογοτεχνικά ρεύματα, μα και την ελληνική πραγματικότητα και εισάγουν τις γνώσεις τους -τις λογοτεχνικές και τις κοινωνικές-, στα μυθιστορήματά τους.
Στη δική τους περίπτωση, ο Μαρής δεν έχει καμιά ανάμιξη στο έργο τους, τους έχει επηρεάσει όμως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ ή ο Τζέιμς Ελρόι.
Ερ: Η ιστορική βιογραφία αποτελεί την άλλη πλευρά της συγγραφικής σας δραστηριότητας: πρώτα οι «Τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη» (2003), κατόπιν ο «Ερωτευμένος Ελύτης» (2011) και τώρα το «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου». Πώς ισορροπεί το ιστοριογραφικό και το πραγματολογικό υλικό σας με το στοιχείο της μυθοπλασίας, όπου υπάρχει όντως το μυθοπλαστικό στοιχείο; Απ: Δεν ξέρω αν ισορροπεί το πραγματολογικό υλικό με τη μυθοπλασία. Απλώς έχω προσπαθήσει να τα συνταιριάξω, χωρίς να γνωρίζω αν τα κατάφερα. Αυτό το λογοτεχνικό φαινόμενο δεν είναι καθόλου πρωτότυπο, βέβαια. Πολλοί ξένοι συγγραφείς παγκόσμιας κλάσεως έχουν προηγηθεί. Μεγάλες λογοτεχνικές μορφές έχουν γίνει ήρωες μυθιστορημάτων, αναφέρω πρόχειρα τον Πόε, τον Ουάιλντ, τον Ντοστογιέφσκι. Να μην ξεχνάμε και τις αντίστοιχες κινηματογραφικές απόπειρες, π.χ. το «Ο ερωτευμένος Σαίξπηρ». Πάντως, το βιβλίο μου «Η ζωή και ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» δεν έχει καθόλου μυθοπλαστικό χαρακτήρα. Όσα αναφέρω σε αυτό, πρόσωπα και γεγονότα, είναι πραγματικά. Χαρακτηρίζω το βιβλίο «μυθιστορηματικό χρονικό» για να μη θεωρηθεί ως βιογραφία του Παλαιολόγου.
Πάντως, πρόκειται για τη δική μου ματιά πάνω στον άνθρωπο Παλαιολόγο, τον οποίο θεωρώ σημαντική προσωπικότητα.
Ερ: Ποιος ακριβώς είναι ο «Πολιτικός Νίκος Καββαδίας», για να θυμίσω το ομότιτλο δοκίμιό σας για τον ποιητή το 1996; Απ: Ο Νίκος Καββαδίας ήταν ένας σεμνός αγωνιστής της ζωής και της αντίστασης κατά του ξένου κατακτητή. Αν και μη ενταγμένος σε κόμματα λόγω της δουλειάς του στη θάλασσα, σε όλη του τη ζωή πάλεψε για τις αριστερές του ιδέες. Αυτό μέχρι την έκδοση του βιβλίου μου δεν ήταν ευρέως γνωστό. Υπήρχαν σποραδικά δημοσιεύματα, χαμένα εδώ κι εκεί. Το μόνο που έκανα ήταν να συγκεντρώσω όλα τα υπάρχοντα στοιχεία για τη δράση του και τις ιδέες του και μαζί με ποικίλες μαρτυρίες φίλων του να τα βάλω σ’ έναν τόμο.
Ερ: Αισθάνεστε ότι έχει το αστυνομικό μυθιστόρημα να παίξει κάποιον αυξημένο ρόλο σε σχέση με την κρίση; Απ: Τι να σας πω, δεν ξέρω. Η ίδια ερώτηση μπορεί να απευθυνθεί και στους ποιητές ή στους συγγραφείς της «σοβαρής» λογοτεχνίας. Σίγουρα, το αστυνομικό μυθιστόρημα μιλάει για την κρίση, μιλάει για τα σημερινά πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, αφουγκράζεται τον σφυγμό του κόσμου, αλλά αν έχει κάποιο ρόλο να παίξει δεν μπορώ να σας απαντήσω. Μπορούν άραγε οι στίχοι και οι λέξεις να κινητοποιήσουν τις μάζες; Δεν το νομίζω.

ΠΗΓΗ express.gr

No comments:

Post a Comment

Προβάλλετε ή σχολιάστε την ανάρτηση

Σχόλιο που έχει ταυτότητα χρήστη δημοσιεύεται χωρίς λογοκρισία, αρκεί πάντα η κριτική αυτή να είναι κόσμια.

Ζητώ την κατανόηση σας!!! Από τους ανώνυμους χρήστες, οι οποίοι ως συνήθως αβασάνιστα και χωρίς προσωπικό κόστος γίνονται αμετροεπείς υβριστές.